Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπειρο
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άπειρο [ápiro] το, (& άπειρον) (L)
  • ① the infinite, infinity (syn απειρία2 1, απειρότητα 1, απεριόριστο 1, ant το πεπερασμένο):
    • φεύγει συχνά από τα σύνορα του ανθρώπινου για να τραβήξει προς το άπειρον (Palam) |
    • λίγο είναι να ξεκινούμε προς το ~, προς τον θεό; (Kanellop) |
    • για να πράξει σωστά πρέπει να κατέχει δυο άπειρα, την ιδέα και την πραγματικότητα (Tsatsos) |
    • το πεπερασμένο και το ~ παλεύουν ατελεύτητα μέσα μας (Panagiotop)
  • ⓐ math ideal number greater than any of the non-ideal numbers (symbolized by ∞), infinity:
    • οι παράλληλες γραμμές δε συναντώνται παρά στο ~ (Lambridi) |
    • το γεγονός ότι οι αριθμοί δεν μπορεί ποτέ να φθάσουν το ~ πρέπει να μας κάνει να πούμε ότι το ~ είναι ανύπαρκτο ως αριθμός (Kanellop) |
    • | adv phr στο ~ without end or limit, ad infinitum (syn επ' άπειρον) |
    • θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα στο ~ (Chourmouzios) |
    • θα διαμορφώσει νέες παραδόσεις και ξανά θα τις εγκαταλείψει, συνεχίζοντας στο ~ τη διαρκή επανάσταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας (Theotokas)
  • ② indefinitely large or infinite number of things (near-syn απειρία2 2):
    • σιμά στα άπειρα, όπου μου εχάρισε ο Kύριός μου, με αξίωσε και έμαθα λίγα γράμματα (Petsalis) |
    • θα ιδεί κ' εκεί ένα ~ κόσμων, που ο καθένας τους έχει τον ουρανό του (Kanellop)
  • ③ boundlessness, limitlessness, immensity (syn απειροσύνη, απειρότητα 2, απέραντο 1, απεραντοσύνη 1, απεριόριστο 2):
    • το ~ του θεού, της ψυχής, του πόνου, του χρόνου |
    • στο ~ της μοναξιάς τους είχαν βρει την ευτυχία (Papantoniou) |
    • ταξίδι σε μια θάλασσα, όπου δε βλέπεις γύρω σου παρά ένα υγρό ~ (Xefloudas)
  • ⓑ boundless or open space:
    • αγναντεύω το ~ |
    • κανονίζω τη φωτογραφική μηχανή στο ~ focus the camera on infinity |
    • τινάζει το γερό πόδι στο ~, καθώς σέρνει το αρρωστεμένο πόδι σε μια παράδοξη κίνηση (Panagiotop)
  • ④ the sky or the skies (syn απέραντο 2, near-syn ουρανός):
    • κοίταζε ώρες ολόκληρες το μακρινό πέλαγο να φωσφορίζει ως το ~ (Karagatsis) |
    • αφέθηκα να κοιτάζω ένα γλάρο που πετούσε ψηλά στο γαλανό ~ (Alithersis) |
    • poem και να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου | έχει στα μάτια του κάτι απ' το φως ανοιξιάτικου ονείρου (Porphyras)
  • ⓒ interplanetary or outer space (syn διάστημα):
    • ο Γκαγκάριν πέταξε στο ~ γύρω από τον πλανήτη μας (Psathas) |
    • είναι πολύ αμφίβολο πως δεν υπάρχουν ανάλογα μ' εμάς όντα στα εκατομμύρια των πλανητών που βρίσκονται στο ~ (Evelpidis)

[fr kath το άπειρον ← postmed (Somavera), MG, PatrG ← K, AG]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειρο- 1 [apiro] & απειρό- [apiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & απειρ- [apir], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το επίθ. άπειρος 1 ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους. 1. με ουσιαστικό ως β' συνθετικό δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει άπειρα, αμέτρητα, πάρα πολλά από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: απειράνθρωπος, απειράριθμος, απειρόμορφος, απειρώνυμος· (πρβ. πολυ-)· ~βαθής, ~μεγέθης, ~ϋψής, που έχει πολύ μεγάλο βάθος κτλ. 2. με επίθετο ως β' συνθετικό δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει στον υπερθετικό βαθμό την ιδιότητα που εκφράζει το β' συνθετικό: απειράγαθος, ~ελάχιστος, ~τέλειος.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρ(ο)- θ. του επιθ. ἄπειρο(ς) `χωρίς όρια΄ ως α' συνθ.: αρχ. (παράγωγο) ἀπειρ-έσιος `τεράστιος΄, ελνστ. ἀπειρο-λογία `ατέλειωτο επιχείρημα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειρο- 2 & απειρό- [apiró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : το επίθ. άπειρος 2 ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο δε γνωρίζει, δεν έχει πείρα αυτού που εκφράζει το ουσιαστικό που εμφανίζεται ως β' συνθετικό: απειρόγαμος, απειρόκακος· συχνά ANT εμπειρο-: ~πόλεμος, απειρότεχνος.

[λόγ. < αρχ. ἀπειρο- θ. του επιθ. ἄπειρο(ς) `χωρίς πείρα΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἀπειρό-κακος `που δεν ξέρει από κακό΄, ελνστ. ἀπειρο-πόλεμος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροδύναμος, -η, -ο [apiro∂ínamos] (L)
  • having infinite powers or potential, all powerful, omnipotent (syn παντοδύναμος):
    • ~ θεός, απειροδύναμη γοητεία, σοφία |
    • το απειροδύναμο νόημα του χριστιανισμού |
    • η πνευματική μορφή του Σωκράτη έγινε σύμβολο απειροδύναμο για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας του (Despotop) |
    • δεν καταλάβαμε ακόμα την απειροδύναμη αξία του υψηλού πεζού λόγου (Theodorakop)

[fr kath απειροδύναμος ← MG (5th-8th c.) ← PatrG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροελάχιστα [apiroeláxista] (L) adv
  • to a minimal extent, infinitesimally (syn απειροστά, ελάχιστα):
    • η Kοινή Aγορά αδυνατεί να συμβάλει, έστω και ~, στην ανάπτυξη των δημοκρατικών θεσμών

[der of απειροελάχιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροελάχιστο [apiroeláxisto] το, (L)
  • infinitesimal quantity, infinitesimal (syn το ελάχιστο):
    • υπάρχει μια κλίμακα του απειροελάχιστου που εκτείνεται σ' όλη την επιφάνεια (Michelis)

[fr kath (neol) το απειροελάχιστον, substantiv. n of απειροελάχιστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειροελάχιστος -η -ο [apiroeláxistos] Ε5 : 1.που είναι πάρα πολύ μικρός, τόσο, που συνήθ. είναι αόρατος με γυμνό μάτι: Mόρια είναι τα απειροελά χιστα τμήματα της ύλης. 2. που έχει πολύ μικρή σημασία: Aπειροελάχιστη διαφορά. απειροελάχιστα ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Οι απόψεις τους διαφέρουν ~.

[λόγ. απειρο- 1 + ελάχιστος μτφρδ. γαλλ. infini ment petit, infinitésime]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροελάχιστος, -η, -ο [apiroeláxistos] (L)
  • infinitesimal, tiny, minute, microscopic (syn απειροστός1 1, ελάχιστος, μικροσκοπικός):
    • ~ χώρος |
    • απειροελάχιστη απόσταση, γραμμή |
    • απειροελάχιστο μικρόβιο, μόριο |
    • απειροελάχιστο χρονικό διάστημα |
    • υπάρχουν απειροελάχιστες πιθανότητες να συμβεί κάτι τέτοιο |
    • την ενοχλούσε αυτός ο συζυγικός θαυμασμός και του το 'δειχνε με κάτι απειροελάχιστους μορφασμούς (Myriv) |
    • όλη αυτή η σκηνογραφία κολακεύει τον απειροελάχιστο εαυτούλη μας για μια μεταγήινη τάχα επιβίωσή του (TAthanasiadis) |
    • poem αλλά υπάρχει κάτι ακόμα· ένα απειροελάχιστο εμπόδιο, ένα σπυρί της άμμου κλ (Seferis)

[fr kath (neol Koumanoudis) απειροελάχιστος, cpd of AG ἄπειρος (s. άπειρος2) & ἐλάχιστος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειροκαλία [apirokalía] η, (L)
  • lack of a sense of beauty, want of taste, grossness, tastelessness (syn ακαλαισθησία, αφιλοκαλία, ant καλαισθησία, φιλοκαλία):
    • στη μορφή και το ύφος του βλέπει κανείς μιαν ~

[fr kath απειροκαλία ← AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειρομεγέθης, -ης, -εθες [apiromeyéθis] (L)
  • of immense size, huge, enormous (syn απειρομέγεθος D, πελώριος, τεράστιος, υπέρογκος):
    • πολλοί από τους συνεργαζόμενους σε τέτοιες απειρομεγέθεις προσπάθειες δεν ξέρουν ποιο είναι το συνολικό έργο (Panagiotop) |
    • το ωραίο μικροσκοπικό σχήμα του συμβολίζει κάτει απειρομέγεθες (Palam, adapted) |
    • κάθε άτομο θεωρεί τον εαυτό του ασφαλισμένο, αν του εγγυηθούν μια θέση στα απειρομεγέθη σχέδια (Georgoulis)

[fr kath απειρομεγέθης ← PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες