Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπειρα
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άπειρα [ápira] adv (L)
  • ① infinitely (syn απείρως 1, απέραντα 1, απεριόριστα 1):
    • υπάρχει ένα σταθερό μέγεθος μεταξύ δύο σημείων, ~ γειτονικών το ένα προς τ' άλλο (Theodorakop) |
    • μια σκιά μπορεί να 'ναι ~ σκοτεινή, δηλαδή μπορεί να προχωρήσει σε άπειρες φάσεις του σκότους; (Kanellop) |
    • οδοιπορούμε προς το ~ μεγάλο ή προς το ~ μικρό (Panagiotop)
  • ② infinitely, immensely, extremely, greatly (syn απείρως 2, απέραντα 2, απεριόριστα 3, πάρα πολύ):
    • ~ ανώτερος, βαθύτερος, κατώτερος, πολυπλοκότερος |
    • ~ πληκτική ζωή |
    • ~ θαυμαστό καλλιτέχνημα |
    • ο Stendhal δεν μου είναι ιδιαίτερα αγαπητός· ένας Thomas Hardy με συγκινεί απειρότερα (Palam) |
    • η πράσινη λουρίδα του καναλιού εκτείνεται ~ έρημη και κρύα (Ouranis) |
    • η διαίσθηση σου ωφελεί ~ το άτομό σου (Papatsonis) [fr postmed (Somavera), MG (Bergadis, Aπόκ.

[1519]) άπειρα, der of άπειρος2; cf απείρως]

[Λεξικό Κριαρά]
άπειρα (II), επίρρ.
  • Aπεριόριστα, απέραντα, πάρα πολύ:
    • Hύρε μας … άπειρα λυπημένους (Aπόκοπ. 362).

[<επίθ. άπειρος (<πέρας). H λ. στο Bλάχ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απείραγος, απείρακτος s. απείραχτος.
[Λεξικό Κριαρά]
απείρακτα, επίρρ.
  • Xωρίς όχληση:
    • όστις έχει τάσσιμον, ας το δώσει απείρακτα (Eγκ. αγ. Δημ. 112264).

[<επίθ. απείρακτος]

[Λεξικό Κριαρά]
απείρακτος, επίθ.
  • Aνενόχλητος:
    • η πόλις των Iωαννίνων γίνεται απείρακτη από των Aλβανιτών (Iστ. Hπείρ. XIII9).

[<στερ. α‑ + πειράζω. H λ. και σήμ. (χτ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
απείρανδρος, επίθ.
  • Που δεν έχει έρθει σ’ επαφή με άνδρα, παρθένος·
    • · (προκ. για την Παναγία):
      • εις γην κατήλθεν (ενν. ο Κύριος) σαρκωθείς εκ κόρης απειράνδρου (Αλφ. καταν. 118
    • (συνεκδ.):
      • γέννησιν την απείρανδρον (Παϊσ., Iστ. Σινά 2058).

[<επίθ. άπειρος (<πείρα) + ουσ. ανήρ. Η λ. τον 6. αι. (DGE· βλ. και Lampe) και στον Hσύχ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
Απείρανθος s. Aπέραθος.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απειράριθμος -η -ο [apiráriθmos] Ε5 : για να δηλώσει τον υπερβολικά μεγάλο αριθμό όμοιων πραγμάτων, γεγονός που καθιστά σχεδόν αδύνατη τη μέτρηση ή τον υπολογισμό τους· αμέτρητος, αναρίθμητος: Aπειράριθμα ψάρια / μυρμήγκια. Aπειράριθμες εκδόσεις.

[λόγ. < μσν. απειράριθμος < απειρ(ο)- 1 + αριθμ(ός) -ος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απειράριθμος, -η, -ο [apiráriθmos] usu pl απειράριθμοι οι, (L)
  • numerous, innumerable, countless, multitudinous (syn αναρίθμητος):
    • απειράριθμοι πίνακες, πρόσφυγες |
    • απειράριθμες απολαύσεις, απόψεις, εμπειρίες, περιπλοκές |
    • απειράριθμες ερωτικές περιπέτειες |
    • απειράριθμα βιβλία, δέντρα, θέματα, κατορθώματα, παραδείγματα |
    • απειράριθμα νεφελώματα του σύμπαντος |
    • μεταχειρίστηκε τις απειράριθμες γνώσεις που είχε αποταμιεύσει, για να πολεμήσει τη γνώση (Ouranis) |
    • αυτά και άλλα παρόμοια έχουν απειράριθμες φορές και σε απειράριθμα κείμενα καταγραφεί (Panagiotop) |
    • poem απειράριθμα ρόδα | νικούνε κατά κράτος όλους τους ορίζοντες (Spanias)
  • ⓐ sg composed of innumerable parts, immeasurable, immense, enormous (syn άμετρος 1, άπειρος2 2b):
    • το απειράριθμο εκκλησίασμα περιμένει να δει το φως |
    • κ' έγινε ένας ~ γόος, ένας ακαταμέτρητος θρήνος η Έφεσος (Panagiotop) |
    • η απειράριθμη ζωή μάς περιστοιχίζει και πάλι (Stasinop)

[fr kath (neol) απειράριθμος ← MG απειράριθμος]

[Λεξικό Κριαρά]
απείραστος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει πείρα, άπειρος:
    • απείραστος εις θηριομαχίαν (Διγ. Gr. 1075
    • απείραστος, απρόκοπος γραμμάτων (Pιμ. Bελ. ρ 981
    • απείραστον του πόθου (Eρωτοπ. 358).
  • 2) Aβλαβής:
    • υμάς δε πάντας απειράστους διαφυλάξουσιν (ενν. οι θεοί) (Eγκ. αγ. Δημ. 10641-2).
  • 3) (Προκ. για το Θεό) που δε βάζει σε πειρασμό:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 919).

[μτγν. επίθ. απείραστος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες