Παράλληλη αναζήτηση
808 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπα η [ápa] Ο (άκλ.) : βρεφική λέξη για την αγκαλιά.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- απά, επίρρ.,
- βλ. επάνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπα [ápa]
- children's word in phrases indicating motion up or out, departure, walk:
- πάει ~ το παιδί he (she) goes out, πάμε ~ we are going (syn πάμε περίπατο) |
- πήγε ~ departed |
- έλα or σήκω ~ get up |
- ~ take me in your arms
[made up word]
- children's word in phrases indicating motion up or out, departure, walk:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απά [apá] adv (επά & πα)
- ① there:
- εκεί ~ που βλέπεις είναι λημέρι (Petsalis) |
- poem και μια φρυμένη ηδονικά στέκει ψυχή εκεί πα (Malakasis) |
- κι όλος ο πόθος της ψυχής τού στέκεται επά (id.)
- ② ~ σε (σ') on, upon (syn απάνω1 4):
- ~ στο γόνατο, ~ στο ζο |
- ~ στην πέτρα, πα στις πέτρες, πα στο λιθάρι |
- ~ στον ώμο (~ στο νώμο) |
- επά στο χέρι |
- πα στο στήθος, στο προσκέφαλο |
- πα στο χώμα, στο χιόνι |
- εκεί πα στον άμμο |
- πα στον γκρεμό |
- επά στο θρόνο, στ' ακρούρανα |
- πα στο κατάρτι, στα καράβια, στα δώματα |
- πα στην ταφόπετρα, στα μνήματα |
- πα στη στεριά |
- όρθιος ~ στου αλόγου τη σέλα |
- phr πέφτουν ο ένας ~ στον άλλον, η μια πα στην άλλη |
- ~ στην ώρα at the exact (appointed) time |
- poem κι αυτό πετούσε ~ στα κύματα, τελεύοντας τη στράτα (Homer Il 1.483 Kaz-Kakr) |
- .. εκεί η καρδιά μου δέχτηκε | ν' αναπαυτεί λιγάκι | πα σε σεντόνια ευωδερά από βότανα και γαλανά | στη βάψη από λουλάκι (Sikel) |
- κι ο κατάκορφος ήλιος ορτός | πα στη γη καρφωτός (Varnalis) |
- τώρα και το τραγούδι επά στα χείλη ελησμονήθηκε (Zevgoli-G) |
- να στέκεται καταμεσής του δρόμου | πα στο δεξί ακουμπώντας δεκανίκι (Tsirimokos) |
- κάκτοι ~ |
- στα σκούρα ~ νερά ο κρύος, θαμπός | καθρέφτης σου, οι σπασμένοι αυλοί του ακροποτάμου (Malakasis)
- ⓐ on, against:
- αν τον άφηνε άξαφνα, θα 'πεφτε και θα χτύπαγε το φαλακρό κεφάλι του ~ στις πλάκες ν' ανοίξει σαν καρπούζι (GChPieridis) |
- poem μουγκρίζει η θάλασσα, | χτυπάει τα καράβια πα στους βράχους (Pyliotis) |
- μπροστά που εχύνουνταν, εχτύπησε πα στο βυζί, στο στήθος (Homer Il 8.313 Kaz-Kakr) |
- παρόμοια κι ο Διομήδης χύθηκε πα στους Θρακιώτες τότε | κ' έσφαξε δώδεκα (ib 10.487) |
- κι "όσοι σωθούμε!" κράζουνε. Kαι πα στ' αράπικα κορμιά | τα γιαταγάνια μπήγουν (Skipis)
- ⓑ during:
- poem τι τόσους γιους τρανούς μου εσκότωσε πα στον ανθό της νιότης (Homer Il 22.423 Kaz-Kakr) |
- και κάνε πα στη βόλτα σου καρτέρι (Mammelis) |
- κι ~ στο δεύτερο κρασί να του κρυφομιλήσω | και να του λέω ολονυχτίς | πόσο είν' αλήθεια μερακλής (Kranidiotis)
[fr MG απά (Assizes), this fr απάνω (Trinchera, Assizes) and επάνω (Assizes); cf Kriaras' Lex, s. επάνω]
- ① there:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπα άπα [ápa ápa]
- in phr το παιδί πάει ~
[Λεξικό Κριαρά]
- απαγάλια, επίρρ.
-
- Ήρεμα, ήσυχα· αργά:
- να μιλήσομεν απαγάλια (Mπερτόλδος 18).
[<πρόθ. από + επίρρ. αγάλια. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑ηα)]
- Ήρεμα, ήσυχα· αργά:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγάλια [apaγálja] adv, region. (απογάλια & παγάλια)
- slowly, quietly, gently (syn αγάλια, σιγά, L ήρεμα):
- ~ να μην πέσεις |
- τράβα το ~
[cpd of απ- & αγάλια, απο- & γάλια; cf αγάλια (fr MG γάλι ← γάλην ← γαληνά)]
- slowly, quietly, gently (syn αγάλια, σιγά, L ήρεμα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγαπώ [apaγapó] απαγαπάς, egion. (Pelop, Sterea) &
- Prevelakis cease to love:
- εγώ, ξέρε το, απαγάπησα (Prevelakis) |
- εγώ απαγάπησα, σου το 'πα | κλείδωσε η καρδιά μου (id.) |
- folks. σίντας την απαγάπησε, "παλιόβλαχα" της λέει (Aitolia,adapted)
[cpd of απ- & αγαπώ]
- Prevelakis cease to love:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγγ- s. απαγκ-.
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαγγελέας [apaŋɟeléas] ο, pl απαγγελείς (L) theat etc
- declaimer, reciter, elocutionist:
- ανιαροί απαγγελείς (Kanellop)
[fr MG (Manetho, 4th c. AD) απαγγελεύς]
- declaimer, reciter, elocutionist: