Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαχος -η -ο [ápaxos] Ε5 : για φαγώσιμο, κυρίως κρέας ή γαλακτοκομικό προϊόν, που δεν έχει ζωικό λίπος. ANT παχύς: Άπαχο κρέας / ψάρι. Άπαχο τυρί / γιαούρτι. || Άπαχη πίτα.
[ελνστ. ἄπαχος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαχος, -η, -ο [ápaxos]
- ① without fat, fatless, lean (ant λιπαρός L, παχύς):
- άπαχα κοτόπουλα, ψάρια |
- νόστιμες και άπαχες γαλοπούλες |
- άπαχο (κρέας) βοδινό, χοιρινό (συν ψαχνό) |
- τα αβγοτάραχα από τα λαβράκια είναι μικρά, άπαχα, και φτηνότερα από εκείνα της μπάφας (KAstasinop)
- ⓐ low-fat, skimmed (syn αποβουτυρωμένος, ξεβουτυρωμένος, ant αξεβουτύρωτος):
- άπαχο γάλα, γιαούρτι, τυρί
- ⓑ cooked w. little or no fat, not greasy (ant λαδερός, L λιπαρός):
- άπαχη σούπα, άπαχο φαΐ |
- folkt είχε πάνω στη φουφού δυο τσουκάλια, το 'να με μια μεγερειά παχιά, όλο γλίτσα, τ' άλλο ντιπ άπαχο (Loukatos)
- ② lean, thin (syn αδύνατος 1c, λιγνός):
- η λιτότητα του Έλληνα τον έριξε στα χέρια του Άξονα άπαχο, εξαντλημένον (ChZalokostas) |
- poem μόλις εγώ παρέλαβα την τέχνη αυτή από σένα, | .. | την έκαμα άπαχη, λεπτή, της έβγαλα το βάρος (Stavrou Ar)
- ⓒ fig lacking nutrients, poor, thin (ant παχύς):
- εκεί το χώμα ήτανε κόκκινο σαν φλόγα και άπαχο· εδώ είναι καφετί και πιο λιπαρό (Karouzos)
[fr MG (IΛ) άπαχος, cpd w. πάχος]
- ① without fat, fatless, lean (ant λιπαρός L, παχύς):