Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απαυτός, αντων.· απατός· απαύτος· ’πατός· ’παυτός.
-
- (Mε την αντων. μου, σου, του)
- 1)
- α) (Eγώ) ο ίδιος:
- Tούτο το συντυχαίνω γιατί απατός μου το ’χα δοκιμάσει (Πιστ. βοσκ. V 1, 9)·
- β) (εγώ) ο ίδιος, μόνος (μου):
- το πράγμα απατόν του φανερό ’ναι (Πιστ. βοσκ. V 6, 283)·
- εγώ έπεσα απατός μου (Kατζ. Γ´ 542).
- α) (Eγώ) ο ίδιος:
- 2) Ως αυτοπαθής αντων.:
- γιατί ίσα ορίζεις όλε μας, σαν και την απατή σου (Pοδολ. Δ´ 225).
- 1)
[<συνεκφρ. απ’ αυτού, απ’ αυτόν, απ’ αυτών, απ’ αυτής, κλπ. O τ. απατός στο Somav. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- (Mε την αντων. μου, σου, του)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαυτος -η -ο [ápaftos] Ε5 : (προφ.) που δε σταματά ποτέ· αδιάκοπος.
[ελνστ. ἄπαυτος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απαυτός -ή -ό [apaftós] αντων. (βλ. Ε1) : (οικ.) χρησιμοποιείται πάντα με άρθρο στη θέση ουσιαστικού για να δηλώσει πρόσωπο ή πράγμα το οποίο ο ομιλητής δεν μπορεί να θυμηθεί ή δε θέλει να αναφέρει: Ήρθε ο ~, ο πώς τον λένε, α ναι ο τεχνικός για το πλυντήριο. (ειρ.) σε προσφώνηση: Για πλησίασε, απαυτέ μου! ξεχνώ πώς σε λένε. || Tο απαυτό / τα απαυτά μου, σου κτλ., για τα γεννητικά όργανα. ΦΡ (λαϊκ.) στ΄ απαυτά μου, στ΄ αρχίδια μου.
[μσν. απαυτός < φρ. απ΄ αυτόν, απ΄ αυτού που θεωρήθηκαν μία λ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαυτος, -η, -ο [ápaftos] (& rare L άπαυστος)
- unceasing, incessant, continual, uninterrupted (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, ασταμάτητος):
- ~ αγώνας |
- άπαυτη κίνηση, λύπη, πρόνοια |
- άπαυτο καρδιοχτύπι, κλάμα, παιχνίδι |
- άπαυτη ανοδική πορεία |
- φερμένοι από την άπαυτη ρηχοπλημμύρα της γέννας και της φθοράς πέρασαν από τόπο σε τόπο κλ (Palam) |
- ξεκρίνω πίσω από την άπαυτη ροή του θεού την ακατάλυτη ενότητα (Kazantz) |
- η επιδίωξη του σκοπού αυτού υπήρξε άπαυτο μελέτημα του Πλάτωνος (Despotop)
[fr postmed (Somavera) άπαυτος/άπαυστος ← PatrG, K (pap) ἄπαυστος ← AG ἄπαυτος/ἄπαυστος]
- unceasing, incessant, continual, uninterrupted (syn αδιάκοπος, ακατάπαυτος, ασταμάτητος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απαυτός, -ή, -ό [apaftós]
- used as a noun w. art.:
- ο ~, η απαυτή, το απαυτό, τα απαυτά
- ① what's his name (her name, its name), used when speaker fails to remember or avoids using it (syn αποδαύτος, αποτέτοιος, αυτός, εκείνος, τέτοιος):
- ήρθε ο ~ για το ηλεκτρικό |
- δώσε μου το απαυτό για το βούτυρο
- ② specif for taboo words, usu w. poss pron:
- ο ~ μου (σου etc) behind, ass (syn κώλος) |
- poem την τέχνη αυτήν την ξέρει κι ο ~ μου (Stavrou Ar)
- ⓐ η απαυτή penis, cock, prick (syn L πέος):
- gnom για το γινάτι της γειτόνισσας θα κόψω την απαυτή τ' αντρός μου; (Loukatos)
- ⓑ τα απαυτά testicles, balls (syn αρχίδια):
- gnom σαν την αλεπού με του κριαριού τ' απαυτά (Loukatos; refers to a tale about a fox that starved to death waiting for the ram's testicles to drop off) |
- κατέβαινε κ' ένοιωθε το ίδιο μούδιασμα στα απαυτά του όπως όταν μικρός έπεφτε από ένα ψήλωμα (Vasilikos)
- ③ pl απαυτά τα, accoutrements, trimmings (syn τα σέα):
- poem καλώς μας πρόβαλες, λοιπόν, | που 'ρθες με τα σωστά σου, | υπεραρτία, ευτραφής | και μ' όλα τ' απαυτά σου (Karyotakis)
[fr MG απαυτός]
- used as a noun w. art.: