Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπατρις ο [ápatris] Ο γεν. απάτριδος, πληθ. απάτριδες, γεν. απάτριδων : (λόγ.) που δεν έχει πατρίδα, συνήθ. ως χαρακτηρισμός του ανθρώπου που δρα αντίθετα στα συμφέροντα της πατρίδας του.
[λόγ. < μσν. άπατρις < α- 1 πατρ(ίς) -ις]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπατρις1 [ápatris] ο, gen απάτριδος, pl απάτριδες (L)
- ① person w. no homeland, homeless or stateless person:
- ο ~ δεν έχει διαβατήριο από καμιά χώρα |
- φτωχός, εξόριστος, ~, ποιος ξέρει τι τρικυμίες θα σαλεύανε μέσα του (Palam)
- ② unpatriotic person (ant φιλόπατρις):
- η χώρα είναι υποταγμένη στη βία μερικών απάτριδων και προδοτών |
- όσοι τολμούν να κινηθούν βαφτίζονται αμέσως κομμουνιστές, απάτριδες, εθνοπροδότες (Psathas)
[fr kath άπατρις, substantiv. m of MG adj άπατρις; cf άπατρις2]
- ① person w. no homeland, homeless or stateless person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπατρις2 [ápatris] mf, gen απάτριδος, pl απάτριδες
- homeless, stateless (syn απάτριδος, εκπατρισμένος):
- ο γύφτος, ο πλάνης και ~, προσφέρει στον ποιητή το ιδεώδες σύμβολο (Chourmouzios) |
- εξευτέλιζαν τον Διογένη, περιπλανώμενοι ως απάτριδες ζητιάνοι (Kanellop)
[fr kath άπατρις ← MG (Tzetzes, 12th c.) cpd w. πατρίς]
- homeless, stateless (syn απάτριδος, εκπατρισμένος):