Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απατά, επίρρ.,
- βλ. απαύτα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπατα1 [ápata] adv
- in or into very deep waters, to or at a fathomless depth:
- το πλοίο πήγε ~ |
- poem για αδιάκοπα μπαλώματα | να χρειάζονται τόσα έξοδα | .. | που να βουλιάξεις ~ (Stavrou Ar)
[der of άπατος]
- in or into very deep waters, to or at a fathomless depth:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπατα2 [ápata] τα,
- ① naut etc great depths, unfathomable depths, bottomless places, abyss (syn άβαθα 2):
- της γης τα ~ |
- ψαρεύουνε στα ~ |
- μας βουλιάξανε με την πρώτη μπαταριά .. Oι περισσότεροι μονοπήγανε στ' ~ (Prevelakis) |
- poem μέσ' των αβύσσων τα ~ χαμένη του και η ρίζα (Palam)
- ⓐ naut & ocean. etc ~! abyss!, call by the leadsman when the sounding line does not reach the bottom of the sea (syn L άβυσσος 2, ant L τα αβαθή)
- ② fig phr πάω στ' ~ be sunk, be destroyed, go to pieces:
- λίγο να λύγιζα στο περπάτημα, το όλο μοιρολόγι θα πήγαινε στ' ~ (Stratou)
[substantiv. n pl of άπατος]
- ① naut etc great depths, unfathomable depths, bottomless places, abyss (syn άβαθα 2):