Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άπαστρος, επίθ.,
- βλ. άσπαστρος.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαστρος, -η, -ο [ápastros]
- dirty, filthy (syn ακάθαρτος L, βρωμερός, βρώμικος):
- άπαστρα πιάτα, χέρια |
- ~ άνθρωπος, άπαστρη νοικοκυρά |
- poem κ' ευτύς ο λάκκος πλημμυρά όταν βρέξει | κι άπαστρη λάσπη το νερό θολώνει (Theotokis)
[fr postmed, MG άπαστρος ← MG άσπαστρος 'unbroomed, unswept'; cf σπάρτο]
- dirty, filthy (syn ακάθαρτος L, βρωμερός, βρώμικος):