Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαρση [áparsi] η, gen άπαρσης & απάρσεως (L) naut
- getting under sail or steam, weighing anchor, unmooring, departure (syn απόπλους L, σαλπάρισμα):
- σήμα απάρσεως blue peter (syn απαρτικό) |
- το πλοίο σαλπάρει με πολλήν ησυχία· κοινότατη ~, τίποτα το εξαιρετικό (Melas)
[fr kath άπαρσις ← K]
- getting under sail or steam, weighing anchor, unmooring, departure (syn απόπλους L, σαλπάρισμα):