Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαρση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άπαρση [áparsi] η, gen άπαρσης & απάρσεως (L) naut
  • getting under sail or steam, weighing anchor, unmooring, departure (syn απόπλους L, σαλπάρισμα):
    • σήμα απάρσεως blue peter (syn απαρτικό) |
    • το πλοίο σαλπάρει με πολλήν ησυχία· κοινότατη ~, τίποτα το εξαιρετικό (Melas)

[fr kath άπαρσις ← K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες