Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαντα τα [ápanda] Ο53 : το συνολικό έργο ενός συγγραφέα: Tα ~ του Σολωμού / του Παπαδιαμάντη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. άπας σημδ. νλατ. omnia]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαντα [ápanda] acc sg m adj
- :
- phr στον αιώνα τον ~ |
- οι δημόσιες δηλώσεις του Πιλάτου θα μαρτυρούν στον αιώνα τον ~ την πεποίθηση του Πιλάτου ότι ο Iησούς ήταν αθώος· και όμως τον καταδίκασε! (Stasinop) |
- ο Mουσαίος παρουσιάζει τους δίκαιους στον Άδη να συμποσιάζουν στεφανωμένοι και να μεθούν στον αιώνα τον ~ (Kakridis) |
- το πιο ουράνιο έδωκε στον αιώνα τον ~ η αρχιτεκτονική του χριστιανισμού (Papantoniou) |
- τους συμβουλεύει με ποιον τρόπο θενά γίνουν αυτά πιο εύκολα και πιο γρήγορα στον αιώνα τον ~ (Theodorakop transl of Plato's 7th ep.) [fr kath εις τον αιώνα τον άπαντα fr eccl usage ← K (LXX, NT)]. See also αιώνας 2b.
[Λεξικό Κριαρά]
- απανταίνω.
-
- Συναντώ κάπ.:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [156]).
[<απαντώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Συναντώ κάπ.:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανταχού [apandaxú] adv (L)
- all over, everywhere (syn παντού):
- ~ της υφηλίου |
- οι ~ διασκορπισμένοι Έλληνες |
- ήταν πολύτιμο και ευεργετικό για όλους τους δημοκράτες, τους ~ της γης (Psathas) |
- η χριστιανική φιλοσοφία διαπνέεται ~ από το υπερβατικό ύφος του υψηλού της φρονήματος (Michelis)
[fr kath απανταχού ← K, AG]
- all over, everywhere (syn παντού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απανταχούσα [apandaxúsa] η, (L)
- letter sent by a high church official (prelate, patriarch) to members of his flock everywhere, pastoral, encyclical (syn πανταχούσα):
- το Πατριαρχείο υποχρεώθηκε να εκδώσει ειδική ~ για να εμποδίσει τη διάδοση του εντύπου (Vranousis) |
- έστειλε μιαν ~ (Hatzidakis) |
- έστειλε να φέρουν τους γουμένους από τα μοναστήρια για ν' αμολήσουν μιαν ~ να καταδικάζουν το επαναστατημένο ποίμνιο (Prevelakis)
[fr kath (neol Koumanoudis) απανταχούσα ← MG (eccl) η απανταχού (sc στελλομένη επιστολή), extended w. suff -ούσα by anal. influence of η παρούσα (sc επιστολή)]
- letter sent by a high church official (prelate, patriarch) to members of his flock everywhere, pastoral, encyclical (syn πανταχούσα):