Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άπαν
145 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
άπαν [ápan] το, (L)
  • whole, entirety, everything (syn άπαντο 1α, όλο, σύνολο):
    • πελάτης κύριος πρώτης τάξεως, με τα βερεσέδια του πληρωμένα, με το ~ του χωρίς λεκέ (Tsiforos) |
    • poem ένα όλον μου, μάνα, το σύμπαν - το ~ - | μες στις τύχες μου που επαίχτη τις άνισες (Skarimpas)

[fr kath το άπαν, substantiv. n of K (LXX, NT, also pap), AG ἃπας; cf also ἃπαντο]

[Λεξικό Κριαρά]
απαναγνώθω· αόρ. επενέγνωσα.
  • Διαβάζω καλά, μέχρι τέλους:
    • (Λίβ. Esc. 1260 χφ).

[<πρόθ. από + αναγνώθω· άσχ. το μτγν. απαναγινώσκω]

[Λεξικό Κριαρά]
απανάγωγο το.
  • Tο επάνω μέρος του χωραφιού από όπου αρχίζει η άρδευση:
    • τα χωράφια του Mυρταρέα απανάγωγο και κατάγωγο (Bαρούχ. 25510).

[<επίρρ. απάνω (βλ. επ‑) + ουσ. αγωγός]

[Λεξικό Γεωργακά]
απανάρης [apanáris] (πανάρης, παναριά & πανάρι) region. (Aegean,
  • Pelop, Sterea) upper (of millstones):
    • poem κι ως πέτρα παναριά χερόμυλου τον κονταλέθει η φούχτα (Kazantz Od 8.439)
  • ⓐ substantiv. upper millstone (syn απανωλίθαρο, απανωμύλι)

[fr MG απανάρις ← *επανωάρις/απανωάρις, der of επάνω/ απάνω; cf Du Cange απανάρι]

[Λεξικό Κριαρά]
απανασαίνω.
  • Παίρνω αναπνοή:
    • (Πουλολ. 347).

[<πρόθ. από + ανασαίνω]

[Λεξικό Κριαρά]
απανδοχή η,
βλ. απαντοχή.
[Λεξικό Κριαρά]
απανδρειά η,
βλ. παντρειά.
[Λεξικό Κριαρά]
απανεβαίνω,
βλ. επανεβαίνω.
[Λεξικό Γεωργακά]
απανέκαθεν [apanékaθen] adv (written also απ' ανέκαθεν & απανέκαθε) (L)
  • fr long ago, fr the beginning, always (syn ανέκαθεν, από ανέκαθεν):
    • τον ξέρω ~ |
    • τα μοντέλα μου ήταν ~ κουκουλωμένα |
    • ο χριστιανός απανέκαθε θεώρησε τη φύση κατοικία του πονηρού (Theodoridis) |
    • η γριά το 'χε ~ μέσα στην καρδιά της το παλληκάρι (Christomanos)

[cpd of phr απ' ανέκαθεν]

[Λεξικό Γεωργακά]
απάνεμα [apánema] adv
  • in a place sheltered fr wind, leeward (syn υπήνεμα L, σταβέντο):
    • άραξε ~ |
    • ήρθε κάπως ~ στη σκέπη της στεριάς (Bastias) |
    • poem μιλώντας να μας εύρει το πρωί, | για σε κονάκι, ~, για στο σκεβρό πατάρι (Malakasis)

[der of απάνεμος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...15   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες