Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άπαιχτος -η -ο [ápextos] & άπαικτος -η -ο [ápektos] Ε5 : 1.που δεν έχει παιχτεί. α. για παιχνίδι ή ό,τι σχετίζεται με αυτό: Άπαιχτη παρτίδα. Kρατούσε τον άσο άπαιχτο. β. για καλλιτεχνικό έργο το οποίο εκτελείται συνήθ. μπροστά σε κοινό: Ένα άπαικτο θεατρικό / μουσικό έργο. 2. (λαϊκ.) ασυναγώνιστος: H ομάδα φέτος είναι άπαιχτη.
[α- 1 παικ- (παίζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άπαιχτος, -η, -ο [ápextos] (& rare άπαικτος)
- not having been played, unplayed:
- ~ άσος, άπαιχτη παρτίδα
- ⓐ not presented, unplayed, unstaged:
- άπαιχτες τραγωδίες |
- άπαιχτες ταινίες unscreened films |
- είχα γράψει και τρία τέσσερα θεατρικά έργα που έμειναν άπαιχτα (Petsalis)
[fr MG άπαικτος, cpd w. PatrG παικτός (: παίζω)]
- not having been played, unplayed: