Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άουτ
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άουτ [áut] επίρρ. : (αθλ.) στο ποδόσφαιρο, στο μπάσκετ, στο βόλεϊ κτλ., φάση κατά την οποία η μπάλα βγαίνει έξω από τον αγωνιστικό χώρο από τον παίχτη που βρίσκεται στην επίθεση και από τη στενή πλευρά του γηπέδου: Έβγαλε την μπάλα ~. || (ως ουσ.) το άουτ: H μπάλα πέρασε τη γραμμή του ~. Ο παίχτης χτύπησε το ~.

[αγγλ. out]

[Λεξικό Γεωργακά]
άουτ1 [áut] adv soccer, tennis etc
  • out (beyond the boundaries of the field) (syn έξω):
    • η μπάλα βγαίνει, κυλάει ~ |
    • έστειλε την μπάλα ~ |
    • ο δείνα προ κενής εστίας εσούταρε βεβιασμένα ~

[fr Eng out]

[Λεξικό Γεωργακά]
άουτ2 [áut] το, indecl soccer
  • out:
    • το ~ στο ποδόσφαιρο είναι, όταν η μπάλα περάσει την τελική γραμμή έξω απ' την εστία από παίχτη της ομάδας που επιτίθεται (Tsiantas)

[substantiv. n of άουτ1]

[Λεξικό Γεωργακά]
αουτονταφέ [autodafέ] το,
  • burning of heretical writings or execution of condemned heretics by burning, auto-da-fé:
    • ο Iσπανός θα ξεκινήσει να ιδεί ~ (Papantoniou) |
    • ένας άνθρωπος ήσυχος, που δεν είναι Iσπανός του πάθους θα παρακολουθήσει ατάραχος το ~ (id., adapted) |
    • στα 1680 κάηκαν σ' ένα ~ της Mαδρίτης είκοσι κ' ένας κατάδικοι (id.) |
    • ο αντικληρικαλισμός τους τους παρασύρει, ώστε να συμπεριλάβουν ολόκληρο το έργο του Kλωντέλ στο ~, που έστησαν για την ικανοποίηση της αποξεραμένης τους μονομέρειας (Papatsonis)

[fr Span ← Portugu auto da fὐ 'act of the faith']

[Λεξικό Κριαρά]
αουτόρες ο.
  • Συγγραφέας:
    • (Στάθ. Γ´ 208).

[<ιταλ. autore]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αουτσάιντερ το [autsáider] Ο (άκλ.) : (αθλ.) σε ένα αγώνισμα, σε μία αναμέτρηση ο αθλητής ή η ομάδα που κερδίζει παρά τις προβλέψεις. || αυτός που κερδίζει ή που διακρίνεται, ενώ δε συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες νίκης ή επιτυχίας. ANT φαβορί.

[λόγ. < αγγλ. outsider]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες