Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άοπλος, επίθ.
-
- (Mεταφ.) ανίσχυρος:
- ήσαν άοπλοι διχώς των οφθαλμών τους (Πόλ. Tρωάδ. 434).
[αρχ. επίθ. άοπλος. H λ. και σήμ.]
- (Mεταφ.) ανίσχυρος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άοπλος -η -ο [áoplos] Ε5 : 1.που δεν είναι οπλισμένος, που δεν έχει όπλο: Άοπλοι πολίτες. || (ως ουσ.) ο άοπλος: Έγινε οργανωμένη επίθεση εναντίον αόπλων. 2. (μτφ.) που δεν έχει τα μέσα, τα εφόδια για να προστατεύσει τον εαυτό του: Ξεκίνησε ~ για τη ζωή.
[λόγ. < αρχ. ἄοπλος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άοπλος1 [áoplos] ο, (L)
- ① unarmed individual (syn ο αναρμάτωτος, ant o αρματωμένος, ο ένοπλος, ο οπλισμένος)
- ② fig unprepared, powerless, unprotected person (ant ο ένοπλος, ο ισχυρός):
- ο ισχυρός ταπεινώθηκε μπροστά στον ταπεινό και τον άοπλο (Stasinop) |
- μοναδικό καταφύγιο όλων των άοπλων και των κυνηγημένων είναι η μοναξιά (Chatzinis)
[substantiv. m of άοπλος2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άοπλος2, -η, -ο [áoplos] (L)
- ① carrying no weapon, unarmed (syn in αναρμάτωτος):
- ~ άνθρωπος, πολεμιστής, πολίτης, στρατιώτης |
- ~ λαός, πληθυσμός |
- οι άοπλοι νέοι δείχνουν στον εχθρό το πείσμα τους |
- άοπλες ομάδες |
- η άοπλη χώρα |
- άοπλο παιδί |
- οι κάτοικοι είναι αγύμναστοι και άοπλοι |
- νικημένος και ~ |
- (δεν) είναι ~ |
- πάω ~ |
- διαλύθηκαν, άοπλοι καθώς ήταν |
- οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συγκεντρώνονται με ησυχία κι άοπλοι (Christidis EΣ) |
- πάλεψε ~ με τους δολοφόνους |
- ένας εχθρός~ αλλά ύπουλος σας κατασκοπεύει (Athanasiadis-N) |
- (σε παράσταση υδρίας) μια άοπλη Nίκη καταβάλλει ένα ελάφι (Despinis) |
- η εισβολή βρήκε τη χώρα σχεδόν άοπλη (Lambridi) |
- poem οι φίλοι μ' αρνηθήκαν κι άοπλο | με ρίξαν στων εχθρών τα χέρια (Skipis)
- ⓐ taking place without the use of arms:
- άοπλη αντίσταση unarmed resistance |
- άοπλη άμυνα |
- αποκρούει τον πόλεμο είτε ένοπλος είναι είτε ~ (Palaiologos) |
- οι αντιρρησίες συνειδήσεως υποχρεώνονται να υπηρετήσουν άοπλη θητεία
- ② fig unprepared (and unprotected), powerless (syn απροετοίμαστος, near-syn ανίσχυρος, απροστάτευτος, ant οπλισμένος, προετοιμασμένος):
- ~, αβοήθητος κόσμος ξεστράτισε από το φυσικό του περίγυρο (Panagiotop, adapted) |
- μοιάζεις μ' άοπλο παιδί |
- οι νέοι μας βγαίνουν στη ζωή άοπλοι, αβοήθητοι, χωρίς φως στο νου (Papanoutsos) |
- αιώνες η ανθρώπινη ζωή ήταν πρόβλημα άοπλης αντοχής απέναντι σε εχθρούς (μικρόβια, αρρώστιες) (Louros) |
- ο ξένος ελληνιστής είπε |
- θέλω να πάω μονάχος μου, ~ και να μείνω μαζί τους (Venezis) |
- χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έστρεφε φιλέρευνη τη ματιά του, οπλισμένη ή άοπλη, προς τα χάη του διαστήματος (Panagiotop) |
- οι άοπλοι προφήτες συντριβήκαν |
- πάλεψε ο άνθρωπος στην αρχή ολότελα ~, έπειτα με λίγα σύνεργα από λιθάρι, από χαλκό ή από σίδερο στα χέρια (Charis) |
- ο Προμηθέας βρήκε γυμνό και άοπλο τον άνθρωπο, σε χειρότερη θέση απ' όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα (Papanoutsos) |
- με αγωνία έρχονται από μακριά, και άοπλοι όχι, αρματωμένοι με σοφία και θέλουν να ζήσουν τον Παρθενώνα (Panagiotop, adapted) |
- ο Παρορίτης πήγαινε ~, ανίσχυρος στο επικίνδυνο έδαφος του μυθιστορήματος (Charis) |
- ο δυστυχισμένος είναι γυμνός και ~ μπροστά στ' απειράριθμα μάτια όλων των ανθρώπων της γης (Stasinop) |
- ακούαμε τον κλαυσίγελω ενός ανθρώπου χωρίς ελπίδα που αντιμετωπίζει ~ τη χυδαιότητα της ζωής (Chatzinis)
[fr kath άοπλος ← MG άοπλος ← AG]
- ① carrying no weapon, unarmed (syn in αναρμάτωτος):