Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άοκνος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άοκνος -η -ο [áoknos] Ε5 : (λόγ.) ακούραστος: Άοκνες προσπάθειες, συνεχείς, ασταμάτητες.

[λόγ. < ελνστ. ἄοκνος, αρχ. σημ.: `που έχει ζήλο΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
άοκνος, -η, -ο [áoknos] (L)
  • ① tireless, indefatigable (syn ακαταπόνητος, δραστήριος, φίλεργος, φιλόπονος, ant νωθρός, οκνός):
    • άοκνοι εργάτες |
    • άοκνες και εντατικές ενέργειες |
    • άοκνοι αγώνες |
    • άοκνη πορεία |
    • άοκνη πνευματική εργατικότητα |
    • η άοκνη αποστολική προσπάθεια των συνεργατών της Kας M. Mερλιέ |
    • η έφεσή του για την άοκνη διερεύνηση των ανθρώπινων πραγμάτων τον έκαμε άτομο πνευματικό (NAthanasiadis) |
    • το ουσιώδες είναι η ανθρωπιά του ανθρώπου, η αυτοτελείωση με την άοκνη καλλιέργεια και γύμναση (Panagiotop) |
    • καταβάλλεται άοκνη φροντίδα οι πρώτες εντυπώσεις που θα δεχτούν τα εγκαταλελειμμένα παιδιά από τη ζωή να τα προασπίσουν από τους επικίνδυνους τραυματισμούς (Thrylos) |
    • άοκνη η σημερινή πολιτική ηγεσία αγωνίζεται να διαμορφώσει μια νέα γενεά (Kolyva) |
    • ~ αρχίατρος των ανταρτών Θεσσαλίας στα χρόνια της Kατοχής (Despotop)
  • ② persistent (syn αδιάκοπος, συνεχής):
    • ο Σωκράτης με την άοκνη ερώτησή του εδραιώνει την αντικειμενικότητα του λόγου και καταλύει κάθε άλλη (Theodorakop)

[fr kath άοκνος ← AG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες