Παράλληλη αναζήτηση
21 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άξιος, επίθ.· άξος.
-
- 1) Iκανός, επιδέξιος, έμπειρος:
- άξοι του σπαθιού (Tζάνε, Kρ. πόλ. 16710)·
- άξιος δημηγόρος (Kορων., Mπούας 22).
- 2) Γενναίος, δυνατός:
- τους άξους στρατιώτες (Aχέλ. 2094).
- 3)
- α) (Προκ. για το Θεό) μεγαλοδύναμος:
- (Φορτουν. Iντ. β´ 53)·
- β) αξιοσέβαστος, αξιότιμος:
- άξιε βασιλιέ (Eρωφ. Δ´ 408).
- α) (Προκ. για το Θεό) μεγαλοδύναμος:
- 4) Πιστός, έμπιστος:
- ουκ έστιν άξιος φίλος (Σπαν. V 110).
- 5) (Προκ. για γνώμη) συνετός:
- ως αξίαν την βουλήν πολλά επαίνεσέ του (Kορων., Mπούας 47).
- 6) (Προκ. για αντικείμενο) πολύτιμος:
- άξο μαργαριτάρι (Zήν. E´ 84).
- 7) Kατάλληλος, ευνοϊκός:
- Zευς ο παντοκράτωρ άξιαν έδωκεν ημέραν (Λουκάνη, Oμήρ. Iλ. IZ´ [338]).
[αρχ. επίθ. άξιος. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1) Iκανός, επιδέξιος, έμπειρος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αξιός [aksiós] ο, (L) geogr
- river in central Maced, W of Thessaloniki (syn MG * ModG Bαρδάρης)
[fr kath ← AG Aξιός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άξιος -α -ο [áksios] Ε6 : 1.που μπορεί να κάνει κτ. πολύ καλά επειδή έχει τα απαραίτητα προσόντα ή τις ικανότητες γι΄ αυτό, που είναι ικανός, κατάλληλος, επιδέξιος. ANT ανάξιος: ~ κυβερνήτης. Kαλή και άξια κοπέλα, προκομμένη. Δεν είναι ~ για τίποτα. || Είναι ~ να ζήσει και μόνος του. || Δεν είναι ~ να πει ψέματα, δεν μπορεί. (έκφρ.) πάντα ~!, ευχή σε κουμπάρο μετά το γάμο ή τη βάπτιση. ~ ο μισθός σου, σου αξίζει η ανταμοιβή για την υπηρεσία που πρόσφερες, και ειρωνικά για προσφορά κακών υπηρεσιών. ~ για όλα, ως χαρακτηρισμός προσώπου που ενεργεί χωρίς δισταγμούς ή ηθικούς ενδοιασμούς· ΣYN έκφρ. ικανός για όλα. || ~!, ~!, επιφωνηματική έκφραση με την οποία δηλώνεται η επιδοκιμασία του εκκλησιάσματος σε χειροτονία κληρικού. ANT ανάξιος. 2. (λόγ., με γεν. ουσ.) που έχει αποδείξει ότι του ταιριάζει, του αρμόζει, του αξίζει αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό που ακολουθεί: ~ θαυμασμού / εμπιστοσύνης. Είναι ένας ηθοποιός ~ του ονόματός του, τιμά την ιδιότητα που δηλώνει η λέξη “ηθοποιός”. Δε φάνηκε ~ των προσδοκιών μας. ~ λόγου, σπουδαίος, αξιόλογος. (έκφρ.) είναι ~ της τύχης του, δίκαια δυστυχεί.
άξια ΕΠIΡΡ. [1: αρχ. ἄξιος· 2: λόγ. < αρχ. ἄξιος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξιος1 [áksios] ο,
- worthy, meritorious person:
- το πώς ο τίμιος, ο ~ θα πάει μπροστά και θα νικήσει είναι μεγάλο και πολύπλοκο πρόβλημα (Stasinop)
[substantiv. m of άξιος2]
- worthy, meritorious person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξιος2, -α, -ο [áksios]
- ① worthy, virtuous, meritorious, brave (of persons) (syn αξιόλογος 3, ant ανάξιος2 2):
- ~ άνθρωπος, γαμπρός |
- άξια ηγεσία, προσωπικότητα, συντρόφισσα |
- καλός και ~ είναι |
- αυτοί μικροί και μεγάλοι, άξιοι και μέτριοι, είναι οι τίμιοι στρατιώτες ενός ιδανικού που δεν αλλάζει με τους καιρούς (Tsatsos) |
- τα αξιότερα μέλη της πνευματικής ηγεσίας .. αποσύρονται στην απομόνωση (IPesmazoglou) |
- folks. ο ήλιος εσκοτίδιασε και το φεγγάρι χάθη | που βάρεσαν τον Mπότσαρη, τ' άξιο το παλληκάρι (Passow) |
- poem εζύγωναν της ακριβής μου οι γάμοι | με τ' άξιο βασιλόπαιδο (Markoras)
- ② worthwhile, valuable (ant ανάξιος2 2b):
- ~ έρωτας, κόπος |
- άξια ερμηνεία, ζωή, μελέτη |
- άξιο έργο τέχνης |
- άξιο μυθιστόρημα, υπόδειγμα |
- όσο στέκει κοντά στις πηγές του ο ποιητής διατηρεί ένα αξιότερο επίπεδο (Tsatsos) |
- θα μάθει να λογαριάζει την ομορφιά, που είναι μέσα στις ψυχές, | για αξιότερη από την ομορφιά, που είναι μέσα στο σώμα (Theodorakop) |
- folks. και άνοιξε τ' άξιο σου πουγγί, το μαργαριταρένιο | και βάλε το χεράκι σου το καλομαθημένο (DPetrop)
- ③ able, capable, competent, skilful (of persons) (syn ικανός, near-syn επιτήδειος):
- ~ επιστήμονας, εργάτης, κυνηγός, λογοτέχνης, μελετητής, τεχνίτης |
- επιτηδειότατος και αξιότατος ναύτης |
- είναι άξιοι στη δουλειά τους |
- θέλει μ' αυτό να δείξει πως εγώ δεν το φυλάω καλά το βιλαέτι κ' είναι αυτός αξιότερος (Vlachogiannis) |
- αφήνοντάς της το χειρόγραφο, εμπιστευόμουνα στα πιο άξια χέρια την καλλιτεχνική μου τύχη (Melas) |
- poem γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα | να βγάλουνε τους λόγους τους; (Kavafis)
- ⓐ capable of, fit or good for (syn ικανός, ant ανίκανος2 1b):
- δεν είναι ~ για τίποτε |
- είναι ~ να σκοτώσει άνθρωπο |
- δεν σ' έχω άξιο να το κάνεις I do not consider you capable of doing it, I defy you to do it |
- δεν ξέρω τίποτα πιο άξιο να γλυτώσει τον άνθρωπο απ' την πίκρα της αβεβαιότητας, όσο η σιωπή και η βεβαιότητα των άστρων (Venezis) |
- | phr ~! ~! expression of approval for one about to be ordained a priest |
- fig ~ ο Mαυροκορδάτος! (Petsalis)
- ④ equal, peer to (syn αντάξιος 1, ισάξιος):
- αναδείχθηκε ~ του πατέρα του |
- όλοι θέλουν να φανούν ανώτεροι εκεινού που απόθανε, επειδή δεν ήταν οι άνθρωποι άξιοί του (IDragoumis) |
- βλέπω, κόβει και σένα η γλώσσα σου· ~ μαθητής του δασκάλου σου (Varnalis)
- ⑤ worthy of, deserving:
- ~ βραβεύσεως, εκτιμήσεως, εμπιστοσύνης, θαυμασμού, περιφρονήσεως, σεβασμού |
- πρωτοβουλία άξια παντός επαίνου |
- ζωή άξια να τη ζήσουμε life worth living |
- το παλληκάρι έγινε άξιο του καπετανάτου |
- συγγραφέας ~ του ονόματός του a writer worthy of his name, worth his salt |
- δεν είμαι άξια για όσα έκαμες για μένα |
- οδηγούν τους χριστιανούς στο μαρτύριο και κείνοι δοξάζουν το θεό που ευδόκησε να τους κάμει άξιους της αθανασίας (Panagiotop) |
- poem τόση τέχνη, τέτοια κάλλη | ποιος είναι ~ να χαρεί; (Markoras)
- ⓑ phr (w. gen):
- είναι άξιο απορίας, θαυμασμού ότι .. it is amazing that .. |
- υπήρξε ~ της πατρίδας του he was a source of pride to his country |
- ~ προσοχής worth noticing (syn αξιοπρόσεκτος) |
- ~ της τύχης του it serves him right |
- κάποια άξια λόγου κινήματα some notable (αξιόλογα) movements
- ⑥ fitting, proper (near-syn κατάλληλος):
- ο άνθρωπος είναι ικανός να διαμορφώσει άξιους όρους ζωής |
- eccl άξιόν εστι (μεγαλύνειν σε) it is proper (to glorify thee) |
- fig phr ~ ο μισθός (του) fitting recompense, what one deserves, what one has coming |
- ~ ο μισθός των καταδιωκτικών οργάνων της Pόδου αλλά το εμπόριο των βυζαντινών εικόνων σηκώνει μεγάλη συζήτηση (Kyriakidis) |
- είναι ο πόνος η ίδια η αμοιβή για την αγάπη μας, είναι ο ~ μισθός εκείνου που αγαπάει (Kanellop) |
- δεν λυπάμαι κείνους που μη ξέροντας να βρουν ψωμί πεθαίνουν από την πείνα |
- ~ ο μισθός τους (Idas) |
- poem ορίστε μου την άξια τιμωρία | γι' αυτόν τον παραβάτη | των θείων προσταγών μου (Skipis)
[fr postmed άξιος ← MG, PatrG ← ἄξιος K (also pap), AG]
- ① worthy, virtuous, meritorious, brave (of persons) (syn αξιόλογος 3, ant ανάξιος2 2):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αξιοσέβαστος -η -ο [aksiosévastos] Ε5 : για άνθρωπο που, λόγω της προχωρημένης του ηλικίας, εμπνέει το σεβασμό: Aξιοσέβαστη κυρία.
αξιοσέβαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < μσν. αξιοσέβαστος < αξιο- + σεβασ- (σέβομαι) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσέβαστος, -η, -ο [aksiosévastos]
- ① worthy of respect, respectable, respected (syn phr άξιος σεβασμού):
- αξιοσέβαστη αντικειμενικότητα, παρουσία, τέχνη |
- ~ γέροντας, κύριος, σύμμαχος |
- αξιοσέβαστο πρόσωπο |
- αξιοπρόσεκτο κι αξιοσέβαστο ξεκίνημα του συγγραφέα |
- έθνη αξιοσέβαστα για την αρχαιότητά τους |
- κλοπές και λαφυραγωγήσεις θεωρούνται αξιοσέβαστες πράξεις από τους κατακτητές |
- καμιά ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να γκρεμίσει τους νόμους του θεού αν θέλει να 'ναι αξιοσέβαστη και να 'χει το λαό με το μέρος της (Bastias)
- ⓐ respectable, considerable (near-syn αξιόλογος 3b):
- αξιοσέβαστη βιομηχανική παραγωγή |
- το αξιοσέβαστο ποσόν των χιλίων δολαρίων
- ② eccl venerable, reverend, revered, respected (syn σεβάσμιος, σεβαστός):
- ο πατριάρχης Iεροσολύμων είναι ο πιο ~ ύστερ' από τον οικουμενικό πατριάρχη (Vacalop)
[fr kath αξιοσέβαστος ← MG (Eustathius)]
- ① worthy of respect, respectable, respected (syn phr άξιος σεβασμού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσήμαντος, -η, -ο [aksiosímandos] (L)
- noteworthy, important (syn in αξιοσημείωτος 1):
- μεσολάβησαν αξιοσήμαντα γεγονότα |
- αξιοσήμαντες προσφορές |
- ο ήρωας σε μια δεδομένη περίσταση πραγματοποιεί μιαν ηθική αγωγή αξιοσήμαντη (Moustoxydis) |
- δεν παραβλέπω τις αξιοσήμαντες συμβολές για τη διαφώτιση του έργου και της προσωπικότητας του Παλαμά (Chourmouzios)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιοσήμαντος, cpd w. K σημαντός; cf ασήμαντος]
- noteworthy, important (syn in αξιοσημείωτος 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσημείωτα [aksiosimíota] adv (L)
- remarkably, noteworthily:
- το έργο τούτο είναι ~ πρώιμο (Karouzos) |
- στο δεύτερο βιβλίο του οι διαθέσεις του είναι βαθύτερες, η πείρα του ~ πλουτισμένη (Peranthis)
[der of αξιοσημείωτος; cf kath αξιοσημειώτως]
- remarkably, noteworthily:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αξιοσημείωτο [aksiosimíoto] το, (L)
- noteworthy, remarkable matter:
- ο Γ. έγραψε αρκετά αξιοσημείωτα σχετικά με την έννοια του χρόνου
[substantiv. n of αξιοσημείωτος]
- noteworthy, remarkable matter: