Παράλληλη αναζήτηση
148 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άξιο [áksio] το, (L)
- that which is worthwhile, valuable item:
- είναι χρέος η μετάδοση κάθε άξιου και αγαθού (Tsatsos) |
- η τέχνη μέσα απ' τη λεπτομερειακή εμφάνιση διαβλέπει τη σταθερή αλληλουχία, το αιώνια ~ και το θείο (Athanasiadis-N)
[fr kath το άξιον, substantiv. n of άξιος]
- that which is worthwhile, valuable item:
- αξιο- [aksio] & αξιό- [aksió], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αξι- [aksi], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το επίθ. άξιος ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· προσδιορίζει αυτόν που είναι άξιος γι΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό. 1. με β' συνθετικό ρηματικό επίθετο σε -τος: αξιαγάπητος, ~δάκρυτος, ~θαύμαστος, ~θρήνητος, ~κατάκριτος, ~καταφρόνητος, ~κατηγόρητος, ~μακάριστος, ~μελέτητος, αξιόμεμπτος, ~μίσητος. 2. με β' συνθετικό ουσιαστικό: αξιόλογος, αξιόμαχος, αξιόμισθος, αξιόποινος. || ~λογώ· ~λόγηση.
[λόγ. < αρχ. ἀξι(ο)- θ. του επιθ. ἄξιο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀξιό-λογος, ελνστ. ἀξιο-καταφρόνητος, μσν. αξιο-σέβαστος & διεθ. axio- < αρχ. ἀξιο-: αξιο-λογία < γαλλ. axiologie & μτφρδ.: αξιο-κρατία < αγγλ. meritocracy]
- αξιο- [áksio] L & [áksjo] D 1st me of cpd adjs (L)
- worthy of, deserving to be:
- αξιοβράβευτος, αξιοδιάβαστος, αξιοεκτίμητος, αξιοθύμητος, αξιομίσητος, αξιοπαρατήρητος, αξιοπόθητος, αξιοπροστάτευτος etc.
- worthy of, deserving to be:
- αξιογέλαστος, -η, -ο [aksioyélastos] (L)
- laughable, ludicrous, ridiculous (syn γελοίος):
- με τίποτ' άλλο δεν φανερώνουν οι άνθρωποι το χαρακτήρα τους περισσότερο, όσο μ' εκείνο που βρίσκουν αξιογέλαστο (Papanoutsos) |
- οι απαντήσεις που έδωσαν από τις εφημερίδες οι φροντιστές ήταν αξιογέλαστες (Valetas)
[fr kath (neol Koumanoudis) αξιογέλαστος, cpd w. γελαστός; cf απεριγέλαστος, καταγέλαστος]
- laughable, ludicrous, ridiculous (syn γελοίος):
- αξιόγραφο το [aksióγrafo] Ο40 : (οικον.) έγγραφο που αντιπροσωπεύει κάποια αξία.
[λόγ. αξί(α) -ο- + -γραφον, ουδ. του -γραφος κατά το χρεόγραφον]
- αξιόγραφο [aksióγrafo] το, usu pl αξιόγραφα τα, (L) stock exch
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):
- αγοράζω, πουλάω αξιόγραφα |
- δίκαιο των αξιογράφων securities law
[fr kath (neol) αξιόγραφον, cpd of αξία w. -γραφον based on χρεόγραφον; cf PatrG ἀξιόγραφος 'worth recording']
- securities (syn αξίες, χρεόγραφα):
- αξιοδάκρυτος -η -ο [aksioδákritos] Ε5 : αξιοθρήνητος: H κατάστασή του ήταν αξιοδάκρυτη.
αξιοδάκρυτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀξιοδάκρυτος]
- αξιοδάκρυτος, -η, -ο [aksioDákritos] (L)
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):
- αξιοδάκρυτο αποτέλεσμα, θύμα |
- χωρίς το παραμύθι ο άνθρωπος θ' απόμενε το πιο αξιοδάκρυτο αγρίμι (Melas, adapted) |
- έργο και ηθοποιοί ήταν αξιοδάκρυτοι (Athanasiadis-N) |
- στη λυπητερή βιτρίνα ήταν παλιά όργανα αξιοδάκρυτα (Venezis) |
- folks. ω έρωτ' αξιοδάκρυτε, γιατί δεν κρένεις ίσια; (Passow)
[fr MG αξιοδάκρυτος]
- deplorable, lamentable, pitiable (syn αξιοθρήνητος, αξιολύπητος):
- αξιοδωροφορώ.
-
- Προσφέρω πλούσια δώρα:
- (Mαρκάδ. 742).
[<επίρρ. άξια + δωροφορώ]
- Προσφέρω πλούσια δώρα:
- αξιοζήλευτος -η -ο [aksiozíleftos] Ε5 : που αξίζει να τον ζηλεύουν, να τον θαυμάζουν ή να τον επιθυμούν· ζηλευτός.
αξιοζήλευτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. αξιο- + ζηλεύ(ω) -τος]