Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άξεστος -η -ο [áksestos] Ε5 : για άνθρωπο ακαλλιέργητο που συμπεριφέρεται με απολίτιστο και ανάγωγο τρόπο· αγροίκος: Οι λεπτεπίλεπτοι αριστοκράτες έβλεπαν με περιφρόνηση τους άξεστους χωρικούς. Aν και μορφωμένος, είναι τελείως ~. || Οι τρόποι του είναι άξεστοι.
άξεστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄξεστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξεστος1 [áksestos] ο, (L)
- vulgar person, boor, lout (syn αγροίκος 1b, χοντράνθρωπος, χωριάτης):
- υποφέρει γιατί γεννήθηκε υπερβολικά ευγενής ανάμεσα σε άξεστους και ανάγωγους (Chatzinis) |
- ο ποιμένας οδηγεί στην τελειότητα τους δυσήνιους και άξεστους (Tatakis) |
- poem χαμένος, μάταιος κόπος να προσφέρνεις | στους άξεστους πρωτότυπες ξυπνάδες (Stavrou Ar)
[substantiv. m of άξεστος2]
- vulgar person, boor, lout (syn αγροίκος 1b, χοντράνθρωπος, χωριάτης):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξεστος2, -η, -ο [áksestos]
- ① rough-hewn, rough, crude (near-syn ακατέργαστος 1, χοντροκομμένος):
- ο μαραγκός μας μου έφτιασε, από παλιά σανίδια, έναν αρκετά άξεστο σκελετό με πέντε ράφια (Xenop) |
- η πένθιμη κι άξεστη προτομή του Kρυστάλλη ήταν χιονισμένη (Panagiotop, adapted) |
- ο περίφημος θρόνος του Mίνωα είναι ένα στενό κι άξεστο λίθινο κάθισμα (Ouranis)
- ② fig rough, uncultivated, unpolished (syn ακαλλιέργητος 3, ant καλλιεργημένος):
- άξεστη προφορά, σοφία, τέχνη |
- άξεστο περιβάλλον, πνεύμα, ύφος |
- ο καθένας προσπαθούσε να γράψει την πιο καθάρια και την πιο άξεστη δημοτική (Panagiotop)
- ③ uncivil, rude, boorish, loutish, uncouth, vulgar (syn L αγροίκος, χυδαίος):
- ~ αγρότης, δούλος, εργάτης, λαός, νεόπλουτος |
- ~άνθρωπος (syn αγριάνθρωπος, βλάχος, χωριάτης) |
- άξεστη γυναίκα, μάζα |
- άξεστη συμπεριφορά |
- έχει πολύ άξεστους τρόπους |
- με άξεστο τρόπο rudely (syn άξεστα) |
- κακολογεί μ' έναν τόσο άξεστο τρόπο κορίτσια τόσο λεπτά (Sfakianakis) |
- άξεστη χώρα με κακότροπους ανθρώπους |
- ο απλοϊκός ιερέας φαινότανε τώρα στο μανιασμένο άρχοντα μηδαμινός κι ~ (Melas) |
- δεν ήταν ~βοσκός, δεν ήταν ραφινάτος άρχοντας, που να μην ήξερε απέξω τούτους τους στίχους (Dizikirikis)
[fr kath άξεστος ← MG ← K ← AG]
- ① rough-hewn, rough, crude (near-syn ακατέργαστος 1, χοντροκομμένος):