Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άξενος -η -ο [áksenos] Ε5 : που δεν προσελκύει τον επισκέπτη· αφιλόξενος. ANT φιλόξενος: ~ τόπος. Άξενη χώρα. || Άξενη ακτή, βραχώδης και επικίνδυνη.
[λόγ. < αρχ. ἄξενος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξενος, -η, -ο [áksenos] (L)
- ① unfriendly to strangers, inhospitable (syn αφιλόξενος, ant φιλόξενος):
- ο ~ Δίας |
- πού βρήκε αυτός ο ~ άνθρωπος την ικανότητα να πλησιάσει τόσο την ψυχή του παιδιού; (Panagiotop)
- ② offering no shelter, sustenance or entertainment, inhospitable (syn αφιλόξενος):
- ~ ουρανός, τόπος |
- άξενη ακτή, γη, θάλασσα, πόλη, χώρα |
- άξενο βουνό, δάσος, νησί, περιβάλλον, χώμα |
- μέσα σ' αυτούς τους σκοτεινούς, άξενους βράχους υπάρχει τόση ελπίδα, τόση απειλή (Athanasiadis-N) |
- η λίμνη είχε κάτι το μελαγχολικό και το άξενο μαζί (Ouranis) |
- poem ναι, εκεί κάτω | σ' άξενους δρόμους λάβωσα τη ζωή μου (Vrettakos)
[fr kath άξενος ← AG; cf kath adv αξένως (Koumanoudis)]
- ① unfriendly to strangers, inhospitable (syn αφιλόξενος, ant φιλόξενος):