Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άξαφνα, επίρρ.,
- βλ. έξαφνα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άξαφνα [áksafna] adv
- ① all of a sudden, suddenly (syn αίφνης 1 L, έξαφνα, ξαφνικά, ξάφνου, near-syn απότομα):
- ~ ξύπνησε, πετάχτηκε, πήδησε, σηκώθηκε, τινάχτηκε |
- ~ θυμήθηκε, σκέφτηκε κάτι |
- ~ τον έπιασε τρέμουλο |
- ~ έβαλε τα γέλια, τα κλάματα |
- εκεί που πήγαινε ~στάθηκε ακίνητος |
- την είδε ~ και τρόμαξε |
- ~ άστραψε κι άρχισε να βρέχει |
- ~ βουή ακούστηκε στο δρόμο, φωνές και γκαρίσματα κλ (Kazantz) |
- ~ στη σιγαλιά της νύχτας ένας άνεμος φύσηξε δυνατός (Idas) |
- πού τη βρήκε ~ τόση δύναμη; (KPapa) |
- επλησίασαν το φέρετρο για να ιδούνε καλύτερα, όταν ~ το φέρετρο άνοιξε μόνο του και μια νέα γυναίκα επήδηξε απομέσα (Karyotakis) |
- τους καλλιτέχνες έτσι τους πιάνει ~ ο πυρετός της δημιουργίας (Tsirkas) |
- poem και μου τινάζαν ~ τ' αγνώστου φόβοι την καρδιά (Varnalis) |
- κι ~από πουλιά το σπίτι εγέμισε (Zevgoli) |
- μα ~ την απόλυτη των τάφων σιωπή | στριγγή φωνή την τάραξε και τραγική (Myrtiotissa)
- ② unexpectedly, suddenly, out of the blue (syn έξαφνα, near-syn απροσδόκητα):
- με κατάπληξη πληροφορήθηκαν ~ οι περισσότεροι Έλληνες πως ο βασιλιάς υποχρεώθηκε ν' αναγκάσει τον πρωθυπουργό να παραιτηθεί (Christidis EΣ) |
- τι κάνουνε, όταν απαντήσουνε ~ σε κανένα συγγραφέα .. μια λέξη που δεν την εννοούνε; (Psichari) |
- ήρθε να με βρει ~και να με ρωτήσει αν θα με ενδιέφερε ένα δίμηνο ταξίδι στη χώρα του (Karantonis) |
- folks. τι χάλευες, τι εγύρευες στον κάτου Άγι-Γιώργη, | να σε σκοτώσουν ~οι Kολοκοτρωναίοι |
- poem αν τύχει, | ~ ανοίγοντας τη θύρα | την παρθενική τής αδερφής του ο άνθρωπος, | να τήνε ιδεί για μια στιγμήν ολόγυμνη κλ (Sikel)
- ③ for instance, for example (syn αίφνης 2 L, έξαφνα, λογουχάρη, παραδείγματος χάρη):
- τ' απογέματα δεν ήσαν τόσο στερεότυπα· ο καθηγητής ~, πότε είχε μάθημα ως τις τρεις και πότε καθόλου (Xenop) |
- ας δούμε ~ τι λέει για τον A. ένας από τους συνεργάτες του (Melas) |
- θα θελήσει άραγε το Bατικανό να εγκαταλείψει συστήματα προσηλυτιστικά όπως ~ αυτό που ασκείται από την Oυνία; (Palaiologos)
[fr LMG (17th c.) άξαφνα bes MG έξαφνα, der of *εξάφνω (cpd w. άφνω 'id.') after advs in -α]
- ① all of a sudden, suddenly (syn αίφνης 1 L, έξαφνα, ξαφνικά, ξάφνου, near-syn απότομα):