Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνω-κάτω
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
άνω-κάτω [áno-káto] adv
  • ① up and down (syn απάνω-κάτω):
    • τρέχει ~ |
    • κοίταξε ~ ανήσυχα |
    • κόσμος πολύς αναδεύονταν ~ και πέρα-δώθε (Christovasilis)
  • ② in a state of disarray, upside down, topsy-turvy (syn L φύρδην μίγδην):
    • τα έκανε όλα ~ he made a mess |
    • το σπίτι είναι ~ |
    • τα κλαδιά είχαν κάνει τα μαλλιά της ~ |
    • ο πόλεμος έβαλε δυναμίτιδα στη γεωγραφία και την έφερε ~ (Athanasiadis-N) |
    • το σκόρπισμα των αρχείων και οι ομαδικές λιποταξίες είχανε κάνει τα μητρώα ~ (Myriv) |
    • οι βουλευτές τα έκαναν όλα ~ και καταστρέψανε την αρχιτεκτονική του νομοθετήματος (Theotokas)
  • ⓐ phr κάνω or φέρνω κάποιο μέρος ~ to look high and low (for sth), leave no stone unturned, turn upside down or inside out:
    • έκανα τον κόσμο ~ αλλά δεν βρήκα το πορτοφόλι μου |
    • ο Γ. είχε φέρει το Παρίσι ~ για να βρει τον κατάλληλο ερμηνευτή (Melas) |
    • rembetiko song θα κάνω ~ Περαία και Aθήνα | για να σε βρω Xριστίνα (IPetrop)
  • ③ fig in a state of emotional upset (of people):
    • είμαι, έγινα ~ |
    • ένας φόβος κάνει τον άρρωστο ~ |
    • αυτή η σκέψη μου 'χει κάνει ~την καρδιά |
    • η ιδέα πως ο K. του 'χε γρουσουζέψει το ταξίδι τον έκανε ~ (Bastias)
  • ⓑ phr γίνομαι ~ (με κάποιον) fight or quarrel w. s.o.:
    • poem .. πρόσεχε, μήπως η αμάχη ετούτη | γίνει αφορμή στους δυο μας κάποτε και γίνουμε ~ (Homer Il 4.38 Kaz-Kakr)

[fr postmed & MG άνω-κάτω ← K, AG, paratactic cpd of άνω κάτω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες