Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνωση η [ánosi] Ο33 : (φυσ.) η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα, βυθισμένο σε ένα ρευστό, και που έχει φορά αντίθετη προς εκείνη της βαρύτητας.
[λόγ. < αρχ. ἀν(ωθῶ) `σπρώχνω προς τα πάνω΄ -ώ(σις) -ση αναλ. προς το σχ.: αρχ. ὠθῶ - tσις `σπρώξιμο΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνωση [ánosi] η, (L) phys
- buoyancy (syn άντωση)
- ⓐ phr δυναμική ~ component of total aerodynamic force acting on an airplane or airfoil perpendicularly to relative wind, lift
[fr kath (neol Koumanoudis) άνωσις, der of ανωθώ (-έω)]