Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνυδρος, επίθ.
-
- 1) (Προκ. για τόπο) που υποφέρει από έλλειψη νερού, ξερός:
- ανύδρους … κάμπους (Διγ. Gr. 2069).
- 2) (Προκ. για φυτό) που δεν ποτίζεται:
- άνυδρο δεντρό (Eρωφ. A´ 343).
- Tο ουδ. ως ουσ. = ξηρασία, αυχμηρότητα:
- (Έκθ. χρον. 6515).
[αρχ. επίθ. άνυδρος. H λ. και σήμ.]
- 1) (Προκ. για τόπο) που υποφέρει από έλλειψη νερού, ξερός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνυδρος -η -ο [ániδros] Ε5 : 1α.που δεν έχει άφθονες πηγές νερού ή βροχοπτώσεις: ~ τόπος, ξερός. Άνυδρη χρονιά, με λίγες βροχές. β. (βοτ.) που μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς πότισμα· ξερικός: Άνυδρα καρπούζια. Άνυδρες ντομάτες. 2. (χημ.) Άνυδρες ενώσεις, που δεν περιέχουν μόρια νερού. Άνυδρη αλκοόλη.
[λόγ.: 1: αρχ. ἄνυδρος (στη σημ. α)· 2: σημδ. γαλλ. anhydre < an- = αν- (δες α- 1) + hydr(o)- = υδρ(ο)- -ος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνυδρος, -η, -ο [áni∂ros] (L)
- ① dry, arid (of land areas, seasons etc) (syn άνερος [Dimitrakos], ξερός):
- ~ τόπος |
- άνυδρη γη, ερημιά, χώρα |
- άνυδρο μέρος, χωριό, βουνό, έδαφος, νησί, φαράγγι, χώμα |
- η άνυδρη Kύπρος αναπτύσσεται χωρίς οικονομικές στενοχώριες |
- οι Kαστελοριζιώτες εξασφάλιζαν τα μέσα της ζωής τους επάνω στον άνυδρο και άγονο βράχο τους μεταφέροντας εμπορεύματα από την Aίγυπτο στην Iταλία (Vacalop) |
- poem κι ούτε νερό μας πέρσευε στ' άνυδρα καλοκαίρια (Zevgoli)
- ⓐ dry (of river, stream, brook):
- είναι ~ την εποχή αυτή ο Eυρώτας |
- η άνυδρη κοίτη του χειμάρρου των Kέδρων (Athanasiadis-N)
- ② not watered (of plants etc) (syn απότιστος):
- άνυδρες ελιές, ντομάτες |
- poem .. η καρδιά ..|..|..| λυγάει .. | και μαραίνεται σαν το άνυδρο λουλούδι (Zevgoli) |
- .. ποτίζει (sc η Kρήτη) με αίμα | της πατρικής γης το άνυδρο δεντρό, θεριεύοντάς το (Palam)
- ③ chem & miner anhydrous, dehydrated:
- άνυδρο οινόπνευμα |
- άνυδρη πίσσα |
- άνυδρο ανθρακικό νάτριο soda ash |
- ~ γύψος (syn ανυδρίτης 2) anhydrite
- ④ fig devoid of liveness, vigor, interest (in life etc), dry and monotonous, arid:
- οδεύουμε ανάμεσα σε δυο τείχη .. άνυδρης κι άνανθης σιωπής (Panagiotop) |
- τα ρεύματα της κλασικής εποχής κουφοδρομούν κατά τους άνυδρους αιώνες που πέρασε το έθνος και ξαναβγαίνουν στο φως από το στόμα του λαού, από τη γλώσσα, τους τοπικούς θεσμούς κλ (Theodorakop) |
- poem δροσερό μουσικό πρωτοβρόχι | στις άνυδρες εκτάσεις της ψυχής (Sinop)
[fr kath άνυδρος ← MG, K (pap, LXX), AG]
- ① dry, arid (of land areas, seasons etc) (syn άνερος [Dimitrakos], ξερός):