Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντυτος -η -ο [ánditos] Ε5 : 1.που δεν είναι ντυμένος ή που είναι ελαφρά ή πρόχειρα ντυμένος: Mε βρήκε άντυτο, μόλις είχα βγει από το λουτρό. Mη βγαίνεις ~ έξω. || που δεν είναι ντυμένος με τα κατάλληλα ρούχα για κάποια συγκεκριμένη περίπτωση: Ξοδεύει τόσα λεφτά για ρούχα και πάντα είναι άντυτη. 2. για κτ. που δεν έχει προστατευτικό κάλυμμα: Mην αφήνεις το βιβλίο / το τετράδιο άντυτο, γιατί θα χαλάσει το εξώφυλλο, ακαπλάντιστο. Ο καναπές είναι ~. || Tο σπίτι είναι ακόμα άντυτο, δεν έχουν βάλει τα χαλιά και τις κουρτίνες.
[α- 1 ντύ(νω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντυτος, -η, -ο [áditos & ánditos]
- ① not dressed, undressed (ant ντυμένος):
- ήταν πρωί κ' ήμουν ακόμη ~ κι αξύριστος |
- η γυναίκα είναι ακόμα άνιφτη, άντυτη |
- poem χάρε μου ..|..|.. πάρ' την ψυχή που μένει | κι αχ, μη μ' αφήσεις άντυτη, τα νεκρικά μου φόρα (Athanas)
- ② fig not protected by a slipcover or jacket (of books etc) (ant ντυμένος):
- άντυτο βιβλίο, τετράδιο
- ⓐ softcover (syn άδετος, ant δεμένος, ντυμένος):
- άντυτο βιβλίο
- ③ not having leafed out yet (of trees):
- οι πιπεριές αργοκοκκίνιζαν, .. οι συκιές πετούσαν τρυφερούδια· η καρυδιά μονάχα .. μένει ακόμη άντυτη (KPolitis)
[cpd w. ντυτός ← K, AG ἐνδυτός; cf MG syn ανένδυτος (Hesych.)]
- ① not dressed, undressed (ant ντυμένος):