Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντρακλας ο [ándraklas] Ο5 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) άντρας πολύ σωματώδης και εύρωστος.
[άντρ(ας) -ακλας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντρακλας [ándraklas] ο,
- big and stalwart man (syn άντραρος):
- ~ γεροδεμένος, παντοδύναμος, πελώριος, ψηλός |
- ένας ~ ως εκεί πάνω |
- ήταν ένας ~ με φαρδιές πλάτες και παλάμες σαν τάσια (Tsirkas) |
- poem κι ορθός στο φεγγαρόφωτο ο θεός σαν ~ πυργώθη (Kazantz Od 20.752)
[der of άντρας w. suff -ακλας]
- big and stalwart man (syn άντραρος):