Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντζα η [ándza] Ο25α : (λαϊκότρ.) η γάμπα.
[μσν. άντζα < παλ. γερμ. *ankja ή μέσω του μσνλατ. *ancia, πρβ. γαλλ. anche]
[Λεξικό Κριαρά]
- άντζα η· άτζα.
-
- Kνήμη· ειδικ., το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης, η γάμπα· ή το πίσω μέρος του γονάτου:
- πληγές εις τες άντζες και εις τα δάκτυλα (Μετάφρ. «Χαρακτ.» Θεοφρ. 130)·
- επίασεν τον σφυγμόν του από την άτζαν (Σπανός D 1733).
[πιθ. <παλαιότ. άνω γερμ. ancha (φραγκικό *ankya)· για διάφ. ετυμ. βλ. ΙΛ, στη λ. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Τ. άνζα και άντα στον Ευστάθιο. Η λ. τον 11. αι. (βλ. και LBG), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ.]
- Kνήμη· ειδικ., το σαρκώδες τμήμα στο πίσω μέρος της κνήμης, η γάμπα· ή το πίσω μέρος του γονάτου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντζα [ándza] η,
- ① the lower part of the leg, shank (syn καλάμι, L κνήμη):
- στάθηκε ασάλευτος στην παράταξη, με το θώρακα στον κορμό, τις κνημίδες στις άντζες (Karagatsis)
- ② calf of the leg (syn γάμπα, kath γαστροκνήμη):
- εφώναζε το βλάχο μαζί μας, το ρωμαλέο φουστανελά με τα κόκκινα μάγουλα και τις πεταχτές άντζες (Papantoniou) |
- poem τον αλατζά, τα ορθά της τα βυζιά, | τόνε ξεφτάν στις ρώγες· και στις άντζες τρίζει το τσίτι κλ (Velmyras) [fr MG άτζα (Eustathius [άντζα], Akol. Spanou
[άτζα] etc) ← Ps.-Galen & Herodian, augmentat. of αντζίν]
- ① the lower part of the leg, shank (syn καλάμι, L κνήμη):
[Λεξικό Κριαρά]
- άντζαλα τα,
- βλ. άταλα.
[Λεξικό Κριαρά]
- αντζάτος, επίθ.· ατζάτος.
-
- Που έχει κνήμες δυνατές, παχιές:
- (Σπανός A 167).
[<ουσ. άντζα + κατάλ. ‑άτος. H λ. το 14. αι. (LBG). Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Που έχει κνήμες δυνατές, παχιές: