Παράλληλη αναζήτηση
12 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άντερο το [ándero] Ο41 : (προφ., λαϊκ.) έντερο. ΦΡ στριμμένο ~, ως χαρα κτηρισμός προσώπου δύστροπου και κακόβουλου. λαδώνω* τ΄ άντερό μου. βγάζω / ξερνώ τ΄ άντερά μου, ξερνώ πολύ. μου γυρίζει* τ΄ άντερα. || (μτφ.): Πήγε να διορθώσει την τηλεόραση και της έβγαλε τ΄ άντερα, την ξεχαρβάλωσε.
[μσν. άντερο(ν) < αρχ. ἔντερον με τροπή του αρχικού [e > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-en > enan > en-an] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντερο [ándero] το,
- ① intestine, bowel:
- βγάζω τ' άντερά μου vomit (syn ξερνοβολώ) |
- πήγε να μου λυθεί το ~ από τα γέλια (Prevelakis) |
- τόνε κόβουν τ' άντερά του (Kovatzis) |
- επήρα ένα διάβολο, όπου κοντεύει να μου φάη τ' άντερα (Loukatos)
- ② bot ~ του πουλιού (syn περδικούλι, φελλόχορτο) the pimpernel Anagallis arvenis var. caerulea
[fr MG (Kriaras) άντερο & άντερον ← έντερον ← K (LXX) ← AG]
- ① intestine, bowel:
[Λεξικό Κριαρά]
- άντερο(ν) το,
- βλ. έντερο(ν).
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αντεροβγάλτης ο [anderovγáltis] Ο10 : μανιακός δολοφόνος που σκοτώνει τα θύματά του ανοίγοντάς τους την κοιλιά.
[άντερ(ο) -ο- + βγαλ- (βγάζω) -της]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεροβγάλτης [anderovγáltis] ο,
- one who disembowels, ripper, fig a bloodthirsty (heartless) person, criminal:
- κήρυκες φοβίζανε τον κόσμο πως οι ρεμπέτες των βουνών κ' οι αντεροβγάλτες έρχουνται ν' αφανίσουν τους νοικοκυραίους της Kαλαμάτας (Bastias) |
- κλαις από συγκίνηση μπροστά στο φωτοφάντασμα του μεγάλου κατακτητή, του μεγάλου αντεροβγάλτη (Palam)
[cpd w. -βγάλτης]
- one who disembowels, ripper, fig a bloodthirsty (heartless) person, criminal:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντερόλυσσα [anderólisa] η,
- intestinal infection followed by diarrhoea (syn εντερολοίμωξη, σύφλογο)
[fr εντερόλυση w. interference of λύσσα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεροξύσματα [anderoksízmata] τα,
- mucous discharge of the intestines:
- το παιδί έχει ~ πολλά
[cpd w. ξύσμα]
- mucous discharge of the intestines:
[Λεξικό Κριαρά]
- αντεροσπασμός ο,
- βλ. εντεροσπασμός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αντεροστρίψιμο [anderostrípsimo] το, (D)
- ileus (syn kath ειλεός)
[cpd of άντερο & στρίψιμο]
[Λεξικό Κριαρά]
- αντεροσύκωτα τα,
- βλ. εντεροσύκωτα.