Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άντεγμα [ándeγma] το,
- endurance:
- σε δυο χρόνια μέσα ξανάφερε γύρω χωριό το χωριό .. Ένα πράμα αλλόκοτο ετούτο το ~ του γερο-Kοσμά (Petsalis)
[der of αντέχω]
- endurance: