Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνοστος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
άνοστος, επίθ.
  • 1) Που δεν έχει «νοστιμιά», χάρη:
    • άνοστα και κακόχνωτα είν’ τ’ αγκαλιάσματά του (Περί γέρ. 60
    • ξεφάντωσες … άνοστες (Πανώρ. Γ´ 167).
  • 2) Άχαρος, άσχημος:
    • (Πανώρ. Γ´ 366).
  • 3) Δυσάρεστος:
    • (Kυπρ. ερωτ. 1523).
  • 4) (Προκ. για λόγια) ανόητος (εδώ σε λογοπαίγνιο με υπαινιγμό φαγητό):
    • Tούτα τα λόγια τ’ άνοστα πώς τα μισά η κοιλιά μου! (Kατζ. A´ 18).
  • Tο ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = ανόητα λόγια:
    • (Eρωτόκρ. A´ 676).

[αρχ. επίθ. άνοστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνοστος -η -ο [ánostos] Ε5 : α.(για φαγητό κτλ.) που δεν προκαλεί κανένα ιδιαίτερο ή ευχάριστο αίσθημα γεύσης· άγευστος, ανούσιος2. ANT νόστιμος: Ρίξε κι άλλο αλάτι στο φαγητό, γιατί μου φαίνεται άνοστο, ανάλατο. Άνοστα φρούτα, άγευστα. Άνοστη γεύση. β. (μτφ.) που δεν έχει χάρη, γοητεία, που δεν είναι πνευματώδης· άχαρος: Άνοστα λόγια / αστεία. Άνοστες κουβέντες. Άνοστο φέρσιμο. || ~ άνθρωπος, που τα λόγια του, οι κινήσεις κτλ. είναι άνοστα. ανοστούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. άνοστα ΕΠIΡΡ χωρίς χάρη.

[ελνστ. ἄνοστος `που δεν αποδίδει (για καλλιέργεια), που δεν είναι θρεπτικός΄, αρχ. σημ.: `που δεν επιστρέφει στον τόπο του΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· άνοστ(ος) -ούτσικος]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνοστος, -η, -ο [ánostos]
  • ① tasteless, flavorless, distasteful, not palatable (syn ανούσιος, ant νόστιμος):
    • άνοστο φαγητό (φαΐ), κρέας, ψάρι |
    • άνοστη σούπα |
    • άνοστα αχλάδια, μήλα |
    • άνοστη μπίρα flat beer |
    • άνοστο κρασί, νερό |
    • η σμέρνα, ξωτικό με άνοστη σάρκα ψάρι (Mammelis) |
    • τα φαγιά της φαίνουνταν ανυπόφορα άνοστα (Kazantz) |
    • δεν του άρεσε πια ο αστακός, του φαινόταν ~σα χορτάρι (Stasinop)
  • ⓐ unsalted (syn ανάλατος)
  • ② insipid, vapid, dull, uninteresting (syn ανάλατος, ανούσιος, σαχλός):
    • άνοστο βιβλίο dull book |
    • άνοστο πράμα |
    • άνοστη ιστορία, συζήτηση |
    • άνοστο αστείο, χωρατό insipid joke (syn ανάλατο αστείο) |
    • άνοστα λόγια, τραγούδια, άνοστες κουβέντες |
    • άνοστη φλυαρία |
    • άνοστα καμώματα, νάζια vapid airs |
    • άνοστα φερσίματα |
    • άνοστη αισθηματολογία slip-slop (syn σαλιαρίσματα, σάχλες) |
    • άνοστη φωνή |
    • άνοστο ψάλσιμο |
    • ~ που 'σαι σήμερα! |
    • συμπαθητικός οπωσδήποτε όταν οι εξυπνάδες του δεν είναι άνοστες (Palam) |
    • μου κάνετε λοιπόν άνοστα κομπλιμέντα; (Nirvanas) |
    • θα 'παιρνε τέλος τούτη η άνοστη ιστορία (Myriv) |
    • δεν κάνω κακόγουστο κι άνοστο καλαμπούρι (Thrylos) |
    • αττικόν άλας ενοστίμιζε πάντα την άνοστη ζωή (Chairop) |
    • μια γλωσσική ομαλότητα αλύγιστη και οριστική θα ήταν κάτι βιασμένο και άνοστο (Theotokas) |
    • η γλώσσα του είναι ψυχρή και άνοστη (Dimaras) |
    • σε μιαν έμμετρη επιστολή του ο Mολιέρος ονομάζει άνοστες τις γοτθικές διακοσμήσεις (Kanellop)
  • ③ unattractive, graceless (syn άκομψος L, αποκρουστικός, άχαρος, ant κομψός L, νόστιμος, έμνοστος):
    • ~άντρας, νέος |
    • άνοστη γυναίκα a graceless woman |
    • άνοστο κορίτσι |
    • ήταν μια κρύα κι άνοστη ξανθή (Xenop) |
    • το μουρμούρισμα κάποιου τραγουδιού από το σαν πηγάδι στόμα μιας άνοστης κρεμανταλούς, της Bιργινίας (Palam) |
    • ένα νόστιμο ή άνοστο θηλυκό· η μητέρα το στολίζει για να το ομορφύνει, ο πατέρας αναπτύσσει κοινωνικές σχέσεις, για να το τοποθετήσει (Palaiologos)

[fr LMG ← MG, K ἄνοστος ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες