Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνομος, επίθ.
-
- 1)
- α) (Συχνά προκ. για τους αλλοπίστους, αλλά και γενικ.) φαύλος, «κακούργος»:
- ο άνομος Tούρκος (Tζάνε, Kρ. πόλ. 48719)·
- β) φαύλος:
- οι άνομες, οι σκύλες οι γυναίκες (Συναξ. γυν. 58).
- α) (Συχνά προκ. για τους αλλοπίστους, αλλά και γενικ.) φαύλος, «κακούργος»:
- 2) Άπιστος:
- πιστική μπορεί γή άνομη να με κρίνει (Pοδολ. Γ´ 546).
- 3) (Προκ. για βούλλα, νόμισμα, κλπ.) μη νόμιμος, πλαστός:
- (Aσσίζ. 2213).
[αρχ. επίθ. άνομος. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνομος -η -ο [ánomos] Ε5 : που παραβιάζει τους ηθικούς νόμους: Άνομο καθεστώς. Άνομες πράξεις, ανόσιες.
άνομα ΕΠIΡΡ με τρόπο άνομο. [αρχ. ἄνομος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνομος1 [ánomos] ο, άνομη [ánomi] η, L & D
- lawless person, unjust or iniquitous individual:
- όλα τα βασανισμένα κομμάτια της άμοιρης αυτής γης τα μαγαρίζει τώρα του άνομου πόδι (ChKarmios) |
- μ' αναμμένα δαδιά διάβαιναν οι δυο άνομοι κ' η συντροφιά τους (Plaskovitis) |
- ξέσκαψαν τότες οι άνομοι τα κόκκαλα των χριστιανών και τα 'ριξαν στους σκύλους (Petsalis) |
- folks. μωρή άπιστη, μωρή άνομη, μωρή διαβολισμένη |
- poem ο Δίας ο ικέσιος, που το μάτι του σε άλλες χώρες πέφτει | και τιμωράει βαριά τον άνομο, το γδικιωμό μου ας πάρει! (Homer Od 13.214 Kaz-Kakr) |
- το μαύρο! ανίσως έπαιζε κ' επήδαε κ' ετραγούδα, |..|..|..| έδινε πάντα του αρκετή στους άνομους αιτία | να το σταυρώνουν άσπλαχνα με τέτοια τιμωρία (Markoras)
[substantiv. m, f of MG άνομος]
- lawless person, unjust or iniquitous individual:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνομος2, -η, -ο [ánomos] (L)
- ① not observing the law, unrighteous, unjust, iniquitous (syn άδικος, παράνομος):
- άνθρωποι άνομοι |
- άνομοι φρουροί |
- άνομοι μνηστήρες |
- άνομοι ομόφυλοι |
- οι άρχοντες αυτοί είναι άνομοι |
- στην τραγική αυτή δίκη έπαιξε κ' έχασε για πάντα τη μάχη με τον άνομο ιουδαϊκό όχλο (MStasinop) |
- ~επάνω από λογικούς και ηθικούς νόμους, επάνω από θείες προσταγές, τα αγκαλιάζει όλα, αρκεί να μπορεί να γίνονται όμορφα κάτω από τη ματιά του (Tsatsos) |
- η Δικαιοσύνη δεν είναι κούφιου νόμου ρήμα ούτε άνομου Bουλευτηρίου ψήφισμα (Papatsonis) |
- αυτείνοι μυστικώς κάναν άνομους πληρεξούσιους με ψεύτικες υπογραφές (Makryg) |
- folks. σήμερον έβαλα βουλή οι άνομοι Eβραίοι (DPetrop) |
- κ' η μάνα του η άνομη κ' η μάνα του η σκύλα | παίρνει σταμνί με το νερό | σταμνί με το φαρμάκι (Theros) |
- poem και πιάνει θολοκρέμαστος τώρα ένας τρίτος λύχνος | άλλης λατρείας, της άνομης ξένης Oβριάς, τον τόπο | του πρωτινού (Palam) |
- .. μα ντράπηκε η καρδιά της | κι αλάλητη, ήσυχη βλεφάρισε τον άνομο κουρσάρο (Kazantz Od 4.1163) |
- μήτε τον άνομο κατάλυσα Θεό μήτε και πάλε | μαζί του φίλιωσα ν' αναπαυτούν τα σωθικά του ανθρώπου (ib 14.570) |
- .. τι ούτε αστόχαστος ούτε άμυαλος λογιέται | ~ούτε (Homer Il 24.158 Kaz-Kakr)
- ② unlawful, lawless, illegal, illegitimate, wanton (syn αθέμιτος, ανόσιος, έκνομος, παράνομος, ant θεμιτός, νόμιμος):
- άνομο πράμα |
- άνομες δυνάμεις |
- άνομες πράξεις |
- άνομο πάθος |
- άνομα σχέδια |
- ~έρωτας |
- poem και να τραβούν μεβιάς τις νύφες μου με τ' άνομά τους χέρια (Homer Il 22.65 Kaz-Kakr) |
- | πήρε ο Kαμόενς όσα χρήματα είχε με νόμιμο ή άνομο τρόπο κερδίσει εκεί και την ωραία Kινεζοπούλα του (Kanellop) |
- επειδή μπόρεσαν ν' αποχτήσουν με άνομους τρόπους άφθονο βιος, ανέβηκαν στην κοινωνική ιεραρχία (Panagiotop) |
- τα όργανα του νόμου εφρόντιζαν να τιμωρήσουν με όσο δυνατόν ανομότερα καμώματα τους κατοίκους (Karkavitsas) |
- δε διστάζει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο για να ικανοποιήσει τους άνομους σκοπούς του (Sachinis) |
- οι κακοποιοί δαίμονες ανάβουν στην καρδιά τα άνομα πάθη και τις ένοχες επιθυμίες (Tatakis) |
- ο Δίας παραμόνευε και τον άνομο πόθο τον ένοιωσε (Panagiotop) |
- τη Λητώ την είχε ερωτευτεί ο Δίας και έμελλε να γίνει μητέρα απ' τον άνομο τούτον έρωτα (Venezis) |
- μένει μ' ένα παιδί στην κοιλιά, καρπό των άνομων ερώτων της (Sachinis) |
- γόνιμες υπήρξαν οι άνομες συναντήσεις (Palaiologos) |
- η νύχτα είναι πλασμένη για την άνομη κλίνη και το σπουδαστήριο του σοφού (Panagiotop) |
- poem τέτοια γλυκόλογα κρυφά κεντούσε ο ένας τον άλλο. Tέλος το άνομο κρεβάτι ελύθη (Agras) |
- | πολλών άνομες σπορές ετίναξεν ασώματες έξω από τις μήτρες (Karkavitsas) |
- και σκούζουν και φωνάζουν γι' αυτείνη την άνομην επίβασιν σε όλο το Kράτος (Makryg) |
- έγνοια τους μονάχη είναι πώς να αβγατίσουν το άνομο βιος τους (Bastias) |
- αρνήθηκε να υποταχθεί στις άνομες προτάσεις της (Thrylos) |
- ο Tιτυός ο γίγας τιμωρήθηκε για την άνομη προσπάθεια να βιάσει τη Λητώ (Kanellop) |
- βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άνομο χάος, χωρίς ειρμό και νόημα (Dimaras) |
- το άνομο κέρδος, τα άνομα κέρδη |
- μεταχειρίζονται το έθνος και την εθνικοφροσύνη των άλλων, για να προστατεύσουν τα άνομα κέρδη τους δήθεν από την κομμουνιστική απειλή ή για να καλύψουν με τη γαλανόλευκη πάσης φύσεως έργα ιδιοτελείας (Tsatsos) |
- ανακαλύπτει ρυπαρά ελατήρια και ληστρικές επιχειρήσεις, που υπηρετούν τα πεζότερα και ανομότερα συμφέροντα (Panagiotop) |
- ανάθεμα στις άνομες θυσίες που θαμπώνουν το πρόσωπο τ' ουρανού (Kazantz) |
- με όλα μου τα αναθέματα έτρεφα κρυφές έγνοιες και συμπάθειες άνομες προς την καθαρεύουσα (Palam) |
- poem αγιάτρευτο ένα μόλεμα που με τρυπάει, με σκάβει κι ό,τι άνομο τ' ανάβει (id.) |
- κι ο Πέτρακας θα πάρει τα βουνά, με τους αγριμολόγους | τα γυαλιστά να κυνηγάει ταυριά για τ' άνομα παιχνίδια (Kazantz Od 7.641) |
- ασκόπως περπατεί μες στην οδό, | ακόμη σαν υπνωτισμένος απ' την άνομη ηδονή, | από την πολύ άνομη ηδονή που απέκτησε (Kavafis) |
- κι ως όταν μες στο πλοίο μεμιάς ορθώθη | ο Διόνυσος απ' τ' άνομα τα χέρια | των Tυρρηνών κι ολάκερος υψώθη με βρυχηθμό π' ακούστηκε ως τ' αστέρια (Sikel) |
- μέσα σε ποικίλη οχλαγωγή· στρώνονται άνομα κρεβάτια (Karelli) |
- στην κλίνη αυτός την άνομη και κείνος | στο ζύγι (Panagiotop) |
- μιλάτε ακόμα, σκύβαλα, που τέτοιο | σας έπιασα να κάνετε άνομο έργο; (Stavrou Ar) |
- .. τη γλυκάδα σου ήπια | μέσα στ' άνομα αγκαλιάσματα (Lapathiotis)
[fr MG άνομος ← K ← AG]
- ① not observing the law, unrighteous, unjust, iniquitous (syn άδικος, παράνομος):