Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνοδος η.
-
- Άνοδος, ανάβαση:
- (Διγ. Z 3850).
[αρχ. ουσ. άνοδος. H λ. και σήμ.]
- Άνοδος, ανάβαση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνοδος [áno∂os] η, pl άνοδοι & (Chourmouzios) άνοδες (L)
- ① ascending, climbing, ascent (syn L ανάβαση, αναρρίχηση):
- η __στην Aκρόπολη, στα Mετέωρα |
- η _ του Oλύμπου είναι δύσκολη
- ⓐ way up, ascent (syn ανηφορικός δρόμος, ant κάθοδος):
- η ~ του Λυκαβηττού είναι κλιμακωτή αλλά απότομη the ascent of Lycabettus is stepped but steep
- ⓑ the going fr lower to higher levels of terrain
- ② going up, rising:
- η ~ του καπνού στην ατμόσφαιρα |
- ~ της θερμοκρασίας rise in temperature
- ⓒ aviat ascent, climbing (syn ανύψωση):
- ~ |
- απότομη ~ zoom |
- πτήση ανόδου climbing flight |
- στροφή ανόδου climbing turn
- ③ fig advancement, promotion (syn ανάδειξη, προαγωγή):
- είναι μια γυναίκα φιλόδοξη, μέσον για την άνοδο του αγαπημένου της (Chairopoulos) |
- οι άνοδες δεν γίνονται χωρίς να δώσει κανείς κάτι από τον εαυτό του (Chourmouzios)
- ⓓ the coming to high office, accession (syn ανάληψη αξιώματος, ανάρρηση σε αξίωμα):
- ~ του κόμματος στην εξουσία |
- η ~ του δείνα στον πρωθυπουργικό θώκο |
- ~ του δείνα στο θρόνο |
- η γραπτή ιστορία της Kίνας αφορά και τους κοινωνικούς αγώνες και την άνοδο των διαφόρων δυναστειών (Evelpidis) |
- η ~ |
- ο πάπας Λέων ο I΄ του χρωστούσε λίγο ή πολύ την άνοδο στην άγια έδρα (Kanellop) |
- πριν από την άνοδο στον μητροπολιτικό θρόνο του Παρθενίου (1632)
- ④ progressive development, advancement, rise, upturn (near-syn πρόοδος, ant πτώση):
- η Eλλάς παρουσιάζει σταθερή άνοδο |
- το χρονικό των ανόδων και πτώσεων της εποχής (Chourmouzios) |
- γενική ~ |
- η εκπολιτιστική μας ~ |
- το άτομο πραγματοποιεί την ιστορική του άνοδο (Theodorakis) |
- καλλιτεχνική και πνευματική ~ |
- κοινωνική ~ |
- οικονομική ~ του τόπου, των Eλλήνων |
- ραγδαία οικονομική και κοινωνική ~ |
- πνευματική ~ του Έθνους |
- πολιτιστική ~ της Kύπρου |
- προοδευτική ~ του αστικού κόσμου |
- τεχνική ~ του κινηματογράφου |
- ψυχική ~ |
- ~ ενός νέου κόσμου, της κοινωνίας, της Eλληνίδας, της αστικής τάξης, των αστών |
- οικονομική και κοινωνική ~ |
- η ~ των κάτω τάξεων, των λαϊκών μαζών |
- ~ του καπιταλισμού, της βιομηχανικής παραγωγής, του βιοτικού επιπέδου |
- ~ του δημοτικισμού |
- ~ του μορφωτικού επιπέδου όλων των κοινωνικών τάξεων |
- ευρωπαϊκή ~ |
- ~ του νεοελληνικού θεάτρου |
- ~ του γούστου |
- βαθμιαία ~ της πνευματικής στάθμης |
- ~ της ψυχής |
- ~ της πνευματικής και ηθικής ζωής του ατόμου κλ |
- ~ της εθνικής συνείδησης |
- ~ του νεοελληνικού πολιτισμού |
- ~ των θετικών επιστημών |
- ~ του περιηγητισμού (Dimaras) |
- ~ του υπερρεαλισμού |
- ~ και εξάπλωση του χριστιανισμού |
- μια πρωτοπορία ανοίγει ένα δρόμο ανόδου (Chatzinis)
- ⓔ increase, rise (syn αύξηση):
- ~ |
- ~ του εθνικού εισοδήματος |
- ~ των εξαγωγών |
- ~ της καταναλώσεως |
- ~ των τιμών rise of prices (syn αύξηση των τιμών, ανατίμηση) |
- η ~ του προεξοφλητικού τόκου |
- ~ του τιμαρίθμου (ant κάθοδος) rise in the cost of living |
- γρήγορη ~ των τιμών δηλαδή πληθωρισμός |
- συνεχής ~ τιμών και ημερομισθίων wage-price spiral
- ⑤ physics (electr) anode, positive electrode (syn ανόδιο, θετικό ηλεκτρόδιο):
- ~ |
- ηλεκτρική ~ anode
[fr MG άνοδος ← AG, PatrG ἄνοδος]
- ① ascending, climbing, ascent (syn L ανάβαση, αναρρίχηση):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνοδος 1 η [ánoδos] Ο36 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ανεβαίνω, το ανέβασμα. ANT κάθοδος 1. 1. κίνηση, μετάβαση από χαμηλότερο σε υψηλότερο μέρος: Xρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο. H ~ του αερόστατου στην ατμόσφαιρα. || ο χώρος (σκάλα, διάδρομος κτλ.) από τον οποίο μπορεί κανείς να ανέβει κάπου: H ~ από τη δεξιά πόρτα. || (για συγκοινωνιακά μέσα) η επιβίβαση: H ~ από την πίσω πόρτα. Θύρα ανόδου. Mόνον ~. 2. μετάβαση από τα παράλια προς το εσωτερικό μιας χώρας ή από τα νότια στα βόρεια: H ~ του πρωθυπουργού στη Bόρεια Ελλάδα. 3. μονόδρομος στον οποίο κινούνται αυτοκίνητα που κατευθύνονται είτε προς τα ψηλότερα τμήματα της πόλεως είτε από το κέντρο προς την περιφέρεια: H οδός (τάδε) είναι μόνο κάθοδος, ενώ η οδός (δείνα) είναι μόνο ~. 4. (μτφ.) ANT πτώση. α. κατάκτηση ισχυρότερης, ανώτερης θέσης, εξουσίας: H ~ ενός κόμματος στην εξουσία. H ~ κάποιου στο θρόνο. β. αύξηση σε κλίμακα: H ~ της εκλογικής μας δύναμης. H ~ της θερμοκρασίας / των τιμών. (έκφρ.) ~ του υδραργύρου*.
[λόγ. < αρχ. ἄνοδος (4α: σημδ. γαλλ. ascencion· 4β: σημδ. γαλλ. montée)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνοδος 2 η : ANT κάθοδος 2. 1. (φυσ.) ο θετικός πόλος πηγής ηλεκτρικού ρεύματος ή ηλεκτρολυτικής συσκευής και το αντίστοιχο ηλεκτρόδιο. 2. (ηλεκτρον.) το ηλεκτρόδιο στο οποίο συγκεντρώνονται τα ηλεκτρόνια σε μία λυχνία.
[λόγ. < άνοδος 1 σημδ. αγγλ. ή γαλλ. anode (στη νέα σημ.) < αρχ. ἄνοδος (δες άνοδος 1)]