Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνιφτος -η -ο [ániftos] Ε5 : που δεν έχει νιφτεί, που δεν έχει πλύνει με νερό το πρόσωπό του· (πρβ. άπλυτος).
[αρχ. ἄνιπτος με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνιφτος1 [ániftos] ο,
- unwashed person:
- folkl το τρίτο το φαρμακερό να πάει τον κάτου κόσμο, | για να νιφτούν οι άνιφτοι, να πιουν οι διψασμένοι (DPetrop)
[substantiv. m of άνιφτος2]
- unwashed person:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνιφτος2, -η, -ο [ániftos]
- unwashed (mainly w. unwashed face and hands) (syn άπλυτος, ant νιμμένος, πλυμένος):
- άνιφτα μούτρα, χέρια |
- τρώει, πάει ~ |
- ~ έκαμε την προσευχή του |
- ήταν ακόμα άντυτη, άνιφτη |
- ξεχτένιστη, άνιφτη, άβαφη, γριά (Karagatsis) |
- τα βοσκόπουλά των τ' αχτένιστα και άνιφτα (Papadiam) |
- είναι κακό ~ |
- καπετάνιε μου, μαράζωσες κλεισμένος πέντε μήνες άσειστος, ~, αστόλιστος μέσα στο σπίτι! (Vlachogiannis)
[fr LMG άνιφτος (Somavera) ← K ἄνιπτος ← AG]
- unwashed (mainly w. unwashed face and hands) (syn άπλυτος, ant νιμμένος, πλυμένος):