Παράλληλη αναζήτηση
10 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνισος -η -ο [ánisos] Ε5 : α.που δεν είναι ίσος με άλλον ή άλλους: Οι άνισες πλευρές ενός σχήματος. Άνισες δυνάμεις. β. που γίνεται μεταξύ ανίσων ως προς το μέγεθος, τη δύναμη, την ικανότητα: Άνιση μάχη. Mάταιος και ~ αγώνας. γ. που δεν είναι για όλους ο ίδιος: Άνιση κατανομή του εθνικού εισοδήματος, ανισοκατανομή. Οι άνισοι όροι μιας συμφωνίας.
άνισα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄνισος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνισος, -η, -ο [ánisos] (L)
- ① unequal, uneven (ant ίσος):
- άνιση γωνία unequal angle |
- μέγεθος ίσο και άνισο |
- δύο όγκοι άνισοι |
- δυο μερίδια άνισα |
- τέσσερα μερτικά λίγο άνισα |
- κοινωνία με άνισες τάξεις |
- άνισες κατηγορίες πολιτών |
- άνιση αξία |
- άνιση πρόοδος |
- ~ βαθμός |
- άνισες αναλογίες, καταστάσεις, φορολογίες |
- άνιση όπτηση uneven firing |
- το μοίρασε σε τρία άνισα μέρη |
- αγωνίζομαι, ενεργώ, εργάζομαι υπό ανίσους όρους (L) |
- ικανότητες άνισες |
- άνιση μάχη, πάλη |
- ~ |
- μάχομαι με άνισα όπλα |
- άνισοι σε γράμματα στίχοι |
- άνισο υλικό |
- άνισα τραγούδια |
- άνισο ύφος |
- ποιητικές συλλογές άνισης ποιότητας |
- συμβολές μελετητών άνισες μεταξύ τους |
- άνισοι κοινωνικά, άλλοι είναι πλούσιοι κι άλλοι φτωχοί |
- ~ |
- άνισα αποτελέσματα spotty results |
- αναδέχτηκε άνισα απέναντι στο σύνολο καθήκοντα (Papanoutsos) |
- άνισης αξίας λεκτικά κατασκευάσματα (id.) |
- άλλοι με ίση και άλλοι με άνιση συμμετοχή στο αποτέλεσμα (id.) |
- ένα άνισο αντρόγυνο, τόσο ευτυχισμένο (Papantoniou) |
- οι αντίπαλες δυνάμεις είναι φοβερά άνισες (Vacalop)
- ② having uneven surface, uneven, rough, rugged (syn ανώμαλος):
- ~ |
- ανέβαινα ένα άνισο κ' επίμονο καλντιρίμι
- ③ whose parts are not balanced, unbalanced, not well-shaped, uneven (of persons, actions, works etc):
- ~ |
- ηθικά ~ τύπος |
- ~ χαρακτήρας uncertain temper |
- οι ηθοποιοί άνισοι στο έργο τους (Papanoutsos) |
- άνισες εργασίες |
- άνισο έργο |
- η ηθοποιία ήταν άνιση |
- mus άνιση εκτέλεση uneven performance |
- άνισες εκδηλώσεις |
- η παράσταση άνιση από πράξη σε πράξη (Athanasiadis-N) |
- το παίξιμό της είναι άνισο, χαλαρώνεται στις χαμηλές νότες (id.) |
- τρεις πράξεις άνισης θεατρικής αξίας (Terzakis)
- ④ fig onesided, inequitable, unjust (near-syn άδικος):
- άνιση κατανομή της γης, των αγαθών, των βαρών, των κερδών κλ inequitable distribution of land etc |
- το άνισο μοίρασμα του πλούτου |
- υπερβολική και άνιση επιβάρυνση |
- άνιση μεταχείριση των δύο φύλων, των πολιτών, των παραγωγών inequitable treatment of etc |
- άνιση απονομή της δικαιοσύνης inequitable dispensation of justice |
- άνισες συγκρίσεις |
- μια υπόθεση άδικη και άνιση (Tsirpanlis)
[fr kath άνισος ← PatrG, MG ἄνισος (Manasses) ← AG]
- ① unequal, uneven (ant ίσος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσκέλεια [anisoscélia] η, (L)
- state of unbalance:
- αντιμετωπίζεται η ~ |
- η ~ οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινωνική μορφή του βίου του συγχρόνου ανθρώπου δεν ανταποκρίνεται στις ανθρωπιστικές αξίες (EIR) |
- η εποχή μας χρειάζεται σαν αντίμαχο στο ποικίλο ξέχυμα της αμετρίας και ανισοσκέλειας τον ελληνικό ισορροπημένο τύπο (Tsatsos)
[fr kath (neol]
- state of unbalance:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανισοσκελής -ής -ές [anisoskelís] Ε10 : που δεν έχει ίσα σκέλη (πλευρές, μέρη): Aνισοσκελές τρίγωνο. ANT ισοσκελές. ~ προϋπολογισμός, μη ισοσκελισμένος.
[λόγ. < ελνστ. ἀνισοσκελής]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσκελής, -ής, -ές [anisoscelís] (L)
- ① of unequal legs, unequilateral, not isosceles (ant ισοσκελής):
- ανισοσκελές τρίγωνο unequilateral triangle |
- ~
- ② unbalanced (ant ισοσκελισμένος):
- οι προϋπολογισμοί του Kράτους είναι ανισοσκελείς
- ⓐ fig unbalanced:
- η σημερινή ~ |
- γυμνάσια κατά εκατοντάδες και ελάχιστα επαγγελματικά σχολεία (Papanoutsos, adapted)
[fr kath ανισοσκελής, cpd w. σκέλος, as ισοσκελής]
- ① of unequal legs, unequilateral, not isosceles (ant ισοσκελής):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσκέλιση [anisoscélisi] η, (L)
- unbalancing (ant ισοσκέλιση):
- ~ του εμπορικού μας ισοζυγίου |
- ~ των δύο μερίδων δούναι και λαβείν θα προκύψει, εάν προχωρήσει η καταστροφή του πρασίνου και του φυτοπλαγκτού (BValaoras)
[fr kath ανισοσκέλισις, der of ανισοσκελίζω; cf ισοσκελίζω]
- unbalancing (ant ισοσκέλιση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσταθμία [anisostaθmía] η, (L)
- state of being on different levels:
- η ~ του εδάφους και των βράχων δημιουργεί τα δύο επίπεδα της αίθουσας (Vasileiadis) |
- επίπεδα σε ~ (id.)
[fr kath (neol]
- state of being on different levels:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσυλλαβία [anisosilavía] η, (L) gramm
- imparisyllabicity (ant ισοσυλλαβία)
[fr kath, der of ανισοσύλλαβος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανισοσύλλαβος -η -ο [anisosílavos] Ε5 : για λέξεις που δεν έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις. ANT ισοσύλλαβος: Aνισοσύλλαβα αρσενικά / θηλυκά / ουδέτερα.
ανισοσύλλαβα ΕΠIΡΡ κατά τον τρόπο των ανισοσύλλαβων λέξεων. [λόγ. αν- (δες α- 1) ισοσύλλαβος μτφρδ. γαλλ. imparisyllabique (syllabe < αρχ. συλλαβή)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανισοσύλλαβος, -η, -ο [anisosílavos] (L) gramm
- imparisyllabic (ant ισοσύλλαβος):
- ανισοσύλλαβο ουσιαστικό |
- metrics ~ στίχος imparisyllabic line
[fr kath (neol: Koumanoudis) ανισοσύλλαβος, cpd w. συλλαβή]
- imparisyllabic (ant ισοσύλλαβος):