Παράλληλη αναζήτηση
51 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανισο- [aniso] & ανισό- [anisó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανισ- [anis], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν εκτός του [i] : το επίθετο άνισος ως α' συνθετικό: 1. κυρίως σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την έννοια που εκφράζει το β' συνθετικό άνιση, διαφορετική, όχι ίδια σε σχέση με κάποιο άλλο· (πρβ. ομοιο-). ANT ισο-: ~βαρής, ~δύναμος, ανισεπίπεδος, ανισόπλευρος, ~σκελής, ανισότιμος, ανισόχρονος, ~ϋψής· ~ρροπία, ~τιμία· ~δύναμα. || (επιστ.) ~πέταλα· ~στήμονα, φυτά με στήμονες αριθμητικά λιγότερους από τα πέταλα· ~δάκτυλα, πτηνά που έχουν τρία δάχτυλα μπροστά και ένα πίσω. 2. σε σύνθετα ουσιαστικά: ~κατανομή.
[λόγ. < ελνστ. ἀνισ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ἄνισο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ἀνισο-βαρής, ἀνι σο-σκελής]
- άνισο1 [ániso] το, (L)
- ① unequal part, unequal quantity (ant ισότητα):
- θα ήταν σφάλμα στα μαθηματικά ότι π.χ. με την προσθήκη ίσων σε ίσα προκύπτουν άνισα (Platis) |
- με βάση την πυθαγορική αριθμολογία του ίσου και του ανίσου ερμηνεύεται η παρατήρηση του Aριστοτέλη για τον τέλειο και ατελή στίχο (Dragona-M)
- ② inequality (syn ανισότητα):
- δε με κατέλαβε φοβισμένη ταραχή για το ~
[substantiv. n of adj άνισος]
- ① unequal part, unequal quantity (ant ισότητα):
- άνισο2 [ániso] το, bot
- anise, Pimpinella anisum (syn γλυκάνισο)
- ⓐ aniseed
[fr AG ἄννησον, ἄνησον, ἄννησσον 'id.', spelling variants in codd. ἄννισον, ἄνισον and ἄνησον]
- ανισοβαρής -ής -ές [anisovarís] Ε10 & ανισόβαρος -η -ο [anisóvaros] Ε5 : ANT ισοβαρής. 1. που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους το ίδιο βάρος: ~ κατανομή ενός φορτίου. 2. (μτφ.) που τα μέρη του δεν έχουν μεταξύ τους την ίδια βαρύτητα, σημασία: ~ σύμβαση.
ανισοβαρώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀνισοβαρής· λόγ. ανισοβαρ(ής) μεταπλ. -ος κατά τα άλλα επίθ. για προσαρμ. στη δημοτ.· λόγ. ανισοβαρ(ής) -ώς]
- ανισοβαρής, -ής, -ές [anisovarís] (L)
- ① of unequal weight (syn ανισόβαρος, ant ισοβαρής):
- ανισοβαρή μέταλλα
- ② fig unilateral, onesided (syn ετεροβαρής):
- ~ σύμβαση a unilateral agreement
[fr kath ← K ἀνισοβαρής]
- ① of unequal weight (syn ανισόβαρος, ant ισοβαρής):
- ανισόβαρος, -η, -ο [anisóvaros] (L)
- unilateral, onesided (syn ανισοβαρής 2):
- το ένδυμα των θεών .. αναλύεται σε πλήθος μικρών πτυχών, που πλέκονται ανισόβαρες και λοξές σε πλούσια σχήματα (Despinis) |
- ο αφιλοσόφητος μύθος με όλη την ομορφιά του είναι πληθερός, ~
[analog. changed fr ανισοβαρής into the άνισος adj class or cpd w. ισόβαρος]
- unilateral, onesided (syn ανισοβαρής 2):
- ανισογώνιος, -α, -ο [anisoγónios] (L)
- having unequal angles, not equiangular (ant ισογώνιος):
- ανισογώνιο τρίγωνο, κτίσμα
[cpd of ισογώνιος]
- having unequal angles, not equiangular (ant ισογώνιος):
- ανισοκατανομή η [anisokatanomí] Ο29 : κατανομή σε άνισα μέρη: ~ του εθνικού εισοδήματος.
[λόγ. ανισο- + κατανομή]
- ανισοκατανομή [anisokatanomí] η, (L)
- unequal distribution:
- ~ του πλούτου |
- ~ του εθνικού εισοδήματος
[cpd of άνισος & κατανομή]
- unequal distribution:
- ανισομεγέθης -ης -ες [anisomejéθis] Ε11α : που δεν έχει το ίδιο μέγεθος με άλλον. ANT ισομεγέθης.
[λόγ. < ελνστ. ἀνισομεγέθης]