Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνθραξ ‑κας ο.
-
- 1) Aναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο:
- (Tαμυρλ. 52), (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 397r).
- 2) Πολύτιμος λίθος:
- (Pοδολ. Γ´ 93), (Iστ. πατρ. 20119).
[αρχ. ουσ. άνθραξ. H λ. (‑κας) και σήμ.]
- 1) Aναμμένο, πυρακτωμένο κάρβουνο: