Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνθρακας ο [ánθrakas] Ο5 : 1α.(χωρίς πληθ.) αμέταλλο χημικό στοιχείο που βρίσκεται άφθονο στη φύση σε μορφή ενώσεων και αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της ζωικής ύλης: H οργανική χημεία μελετάει τις ενώσεις του άνθρακα. Mονοξείδιο / διοξείδιο του άνθρακα. Kρυσταλλικός / ατμοσφαιρικός ~. Ενώσεις / ιδιότητες / ισότοπα του άνθρακα. || ~ 14 ή ενεργός ~, που χρησιμοποιείται για τη χρονολόγηση αρχαιολογικών, παλαιοντολογικών κτλ. ευρημάτων. β. σε χημικές ενώσεις του άνθρακα: Tετραχλωριούχος / θειούχος ~. 2. στερεό καύσιμο που περιέχει άνθρακα1α σε μεγάλη ποσότητα· κάρβουνο: Ο ~ είναι η πιο παλιά καύσιμη ύλη της βιομηχανίας. Ορυκτός ~, γαιάνθρακας, λιθάνθρακας, πετροκάρβουνο. Tεχνητός ~, ξυλάνθρακας, ξυλοκάρβουνο. ΦΡ λευκός ~, οι υδατοπτώσεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως κινητήρια δύναμη. άνθρακες ο θησαυρός, για αποτέλεσμα που δεν ανταποκρίνεται στις ελπίδες ή στις προσδοκίες μας. 3α. μολυσματική αρρώστια των ζώων που μεταδίδεται και στον άνθρωπο: Εμπύρετος / συμπτωματικός ~. β. διάφορες αρρώστιες των φυτών που προκαλούνται από μύκητες· ανθράκωση: ~ της αμπέλου / της ελιάς / των εσπεριδοειδών / των σιτηρών
[λόγ.: 2: αρχ. ἄνθραξ, αιτ. -ακα· 1: σημδ. γαλλ. carbone· 3: σημδ. αγγλ. anthrax (στη νέα σημ.) < λατ. anthrax < αρχ. ἄνθραξ στη σημ.: `καλόγερος 2΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- άνθρακας ο,
- βλ. άνθραξ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνθρακας [ánθrakas] ο, gen άνθρακα & kath άνθρακος, pl άνθρακες, gen ανθράκων (L)
- ① coal, charcoal (syn κάρβουνο, ξυλάνθρακας):
- ο ~ είναι ενεργειακή πηγή |
- από τον άνθρακα και το νερό η ενέργεια μετατρέπεται σε ηλεκτρισμό |
- ηθικός σοσιαλισμός θα ήταν να πάρουν οι Γάλλοι ένα μεγάλο μερίδιο από τον γερμανικό άνθρακα (Theodorakop) |
- έβαζε την πνευματική παραγωγή στην ίδια σειρά της παραγωγής του χάλυβα και των ανθράκων (Athanasiadis-N) |
- υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην εποχή του άνθρακος και την εποχή του ατόμου (Angelop) |
- σωστός θησαυρός σαν τον άνθρακα |
- prov phr άνθρακες ο θησαυρός, said of unrealized hopes
- ⓐ λευκός ~ (syn νερό):
- water in hydroelectric production
- ② min dark red precious stone, as ruby or garnet (syn ρουμπίνι, γρανάτης):
- ο ~ σε σχέση με άλλους πολύτιμους λίθους έχει δικό του φως (Vrettakos)
- ③ med carbuncle (syn κακό σπυρί):
- ο άρρωστος έπασχε από άνθρακα |
- το παιδί έχει άνθρακα
- ⓑ anthrax:
- το πρόβατο της Aλγερίας δεν προσβάλλεται από τον άνθρακα, θανατηφόρο ασθένεια των άλλων προβάτων (Katsigra)
- ④ chem carbon:
- διοξίδιο, μονοξίδιο του άνθρακος |
- διθειούχος, ενεργός, ζωικός, ραδιενεργός ~ |
- ραδιοχρονολόγηση του σκελετού με άνθρακα 14 έδειξε ότι το άτομο έζησε στην Kρήτη στο τέλος της τέταρτης χιλιετηρίδας π.X. (Poulianos)
[fr kath άνθραξ ← MG άνθραξ ← K, AG]
- ① coal, charcoal (syn κάρβουνο, ξυλάνθρακας):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανθρακασβέστιο το [anθrakazvéstio] Ο42 : (χημ.) ανόργανη ένωση άνθρακα και ασβεστίου.
[λόγ. ανθρακ(ο)- + ασβέστιον μτφρδ. γαλλ. carbure de calcion]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανθρακασβέστιο [anθrakazvéstio] το, (L) chem, industry
- calcium carbide (syn ανθρακούχο ασβέστιο):
- από το ~ παράγεται η ασετυλίνη |
- το ~ είναι κρυσταλλική σκόνη
[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρακασβέστιον, cpd of άνθραξ & ασβέστιον]
- calcium carbide (syn ανθρακούχο ασβέστιο):