Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνηθο [ániθo] το, bot
- anethum, dill:
- είχε σκεφτεί ν' ανακατώνει στις μαλάγρες του χόρτα μυριστικά πότε ~, πότε ρίγανη, πότε μάραθο (AVlachos) |
- poem 'καλά', μου λέει, και πάει να μου ετοιμάσει | ~, αλιφασκιά και μήλα κέδρου (Stavrou Ar)
[fr MG άνηθον ← K, AG]
- anethum, dill:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανηθοκουδιμέντα τα.
-
- Άνηθο και μαϊντανός:
- (Προδρ. II 40 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. άνηθον + κουδιμέντον (βλ. κοδ‑)]
- Άνηθο και μαϊντανός:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανηθόλαδον το.
-
- Λάδι από τους σπόρους του άνηθου:
- (Σταφ., Iατροσ. 12344).
[<ουσ. άνηθον + λάδι]
- Λάδι από τους σπόρους του άνηθου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανηθόλη [aniθóli] η, pharm
- anethole, anise camphor
[fr Eng anethole ← anethum 'άνηθο']
[Λεξικό Κριαρά]
- Ανηθομαλαθρόκουκκα τα· Aνηθρομαλαθρόκουκκα.
-
- Προσωποπ. των ουσ. άνηθον, μάλαθρα και κουκκιά:
- (Πωρικ. I 69).
- Προσωποπ. των ουσ. άνηθον, μάλαθρα και κουκκιά:
[Λεξικό Κριαρά]
- άνηθον το· άνεθον.
-
- Άνηθο:
- (Σταφ., Iατροσ. 8222).
- Ως προσωποπ.:
- (Πωρικ. III 83).
[αρχ. ουσ. άνηθον. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Άνηθο:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανηθόξυλον το.
-
- Κλαδί ή ρίζα άνηθου:
- (Ιατροσόφ. 3514).
[<ουσ. άνηθον + ξύλον. Η λ. στο Du Cange· βλ. και LBG]
- Κλαδί ή ρίζα άνηθου:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνηθος ο [ániθos] Ο20 & άνηθο το [ániθο] Ο41 (συνήθ. στον εν.) : ποώδες, αρωματικό φυτό που χρησιμοποιείται στη μαγειρική: Δώσε μου ένα ματσάκι άνηθο.
[μεταπλ. του ουδ. άνηθο σε αρσ. με βάση την αιτ.· αρχ. ἄνηθον]
[Λεξικό Κριαρά]
- Άνηθος ο.
-
- Προσωποπ. του ουσ. άνηθον:
- (Πωρικ. I 32).
- Προσωποπ. του ουσ. άνηθον:
[Λεξικό Κριαρά]
- ανηθόσπορος ο.
-
- Σπόρος άνηθου:
- (Ιατροσόφ. 868).
[<ουσ. άνηθον + σπόρος. Η λ. και σήμ.]
- Σπόρος άνηθου: