Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνευρος, επίθ.
-
- (Προκ. για τόξο) που δεν έχει χορδή:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1191]).
[αρχ. επίθ. άνευρος (DGE). Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για τόξο) που δεν έχει χορδή:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνευρος -η -ο [ánevros] Ε5 : α.που δεν έχει νεύρα. β. (μτφ.) άτονος, χαλαρός, πλαδαρός: Άνευρο κείμενο / γράψιμο. Άνευρο παίξιμο, μουσικού οργάνου.
άνευρα ΕΠIΡΡ. [α: αρχ. ἄνευρος `χωρίς τένοντες, δειλός΄· β: λόγ. κατά τη σημ. του νεύροII2]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνευρος, -η, -ο [ánevros] (L)
- ① without nerves:
- δεν υπάρχουν άνευροι ζωικοί οργανισμοί |
- η σύζυγος κομμάτι κρέας άνευρο και άψυχο
- ② fig nerveless:
- ~ άντρας, δάσκαλος, διοικητής |
- ο ~ θα μεταμορφωνόταν σε νευράκια |
- καλοβαλμένος, κεφάτος, ~ ο κ. K.
- ③ flabby, soft, slack (syn αδύναμος):
- οι άνευροι μικροαστοί |
- άνευρη επιστολή |
- ήταν τόσο άνευρες οι Λοντρέζικες περιπτύξεις, τόσο άτονες, τόσο απαθείς, προπάντων από μέρος των αντρών (Chatzinis) |
- ώρες ολάκερες οκνεύει ~ ο γλάρος (Zappas) |
- poem .. αλλά ήρθε | η μάταιη φήμη, η άνευρη και δούλη (Sikel)
[fr K ἄνευρος ← AG]
- ① without nerves: