Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άνετος, επίθ.
-
- 1) Aναπαυτικός, ήσυχος, ατάραχος:
- ανετότατον … ύπνον (Kαλλίμ. 2121).
- 2) Που δεν παρέχει εμπόδια, εύκολος:
- (Γλυκά, Aναγ. 209).
- 3) Που δε δεσμεύεται, δεν εμποδίζεται, ελεύθερος:
- (Iερακοσ. 4997).
[αρχ. επίθ. άνετος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aναπαυτικός, ήσυχος, ατάραχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνετος -η -ο [ánetos] Ε5 : 1.που προσφέρει άνεση: Άνετο σπίτι. Άνετη κατοικία, ευρύχωρη, που επιτρέπει ελευθερία κινήσεων. || Άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό ή επίσημο. || Άνετη στάση, ξεκούραστη. 2. που γίνεται με άνεση: Άνετη δουλειά, χωρίς κούραση. Άνετο ταξίδι, ευχάριστο, χωρίς ταλαιπωρία. Άνετη νίκη, εύκολη: Ο Ολυμπιακός πέτυχε άνετη νίκη επί του αντιπάλου. Άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά κυρίως προβλήματα. 3. (για συμπεριφορά): Είναι ~ τύπος, ευχάριστος. Άνετοι τρόποι, ευχάριστη, οικεία συμπεριφορά: Kέρδισε τη συμπάθειά μας με τους άνετους τρόπους της.
άνετα* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄνετος `χαλαρός΄ σημδ. γαλλ. aisé & αγγλ. comfortable]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνετος, -η, -ο [ánetos] (L)
- ① relaxed, loose, slack (syn χαλαρός):
- naut άνετο υστίο (syn αμολαρισμένο πανί) |
- το κεφάλι βλέπει κατά τη μεριά του άνετου σκέλους (Karouzou)
- ⓐ relaxed, easy, effortless:
- ~ διάλογος |
- άνετη έκφραση, απλότητα |
- οι στίχοι του Kαμπά στη δημοτική είναι πιο άνετοι, αφρόντιστοι, συχνά φαιδροί (Palam) |
- άνετη μετάβαση από την αφήγηση στο διάλογο (Dimaras) |
- ο στίχος παρουσιάζει αξιόλογη τεχνική τελειοποίηση, με το γερό δέσιμο και την άνετη ροή του (id.) |
- πήρε το άνετο ύφος του ανθρώπου που αισθάνεται πως είναι σε όλα εντάξει (KPapa)
- ② having conveniences, convenient, comfortable (syn αναπαυτικός, ξεκούραστος):
- ~ δρόμος, καναπές |
- άνετο γραφείο, κάθισμα, κρεβάτι, σπίτι |
- οι σιδηρόδρομοι της Σουηδίας είναι οι ανετότεροι της Eυρώπης (Athanasiadis-N) |
- λείπει ένα άνετο κέντρο για την ψυχαγωγία των φοιτητών (Papanoutsos)
- ⓑ experienced without discomfort or trouble, easy, comfortable:
- άνετο ταξίδι |
- άνετα γηρατειά |
- άνετη δουλειά, ζωή, επίσκεψη, περιπλάνηση |
- θα καταστεί προβληματική η άνετη ανάπτυξη της γεωργίας
[fr kath ← MG άνετος ← AG]
- ① relaxed, loose, slack (syn χαλαρός):