Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άνετο [áneto] το, (L)
- the state of comfort, comfort, comfortableness:
- συνήθισε στο εύκολο και το ~ |
- η Γένοβα είναι μια ωραία πόλη, μιας ομορφιάς που έγκειται στο πλούσιο και το ~, αλλά χωρίς χαρακτήρα (Ouranis)
[substantiv. n of MG ← AG, K ἄνετος]
- the state of comfort, comfort, comfortableness:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανετοίμαστος, -η, -ο [anetímastos] (L)
- unprepared, not readied, unready (syn ανέτοιμος, ατοίμαστος, ant έτοιμος):
- είμαι ~ για το ταξίδι |
- η δουλειά είναι ακόμα ανετοίμαστη |
- ανετοίμαστο σπίτι, φαγητό
[cpd of pref αν- & *ετοιμαστός (: ετοιμάζω)]
- unprepared, not readied, unready (syn ανέτοιμος, ατοίμαστος, ant έτοιμος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέτοιμο [anétimo] το, (L)
- unpreparedness (syn ανετοιμότητα):
- την αποτυχία τους κατά τους Bαλκανικούς πολέμους την αποδίδουν στο ~ του στρατού (Palaiologos) |
- το παιδί λειτουργεί μέσα στα περιορισμένα όρια που επιβάλλει το ~ και ανώριμο της σκέψης του (Tsatsos) |
- το ~ των συζύγων, ιδίως των ανδρών (Katsigra)
[substantiv. n of AG ἀνέτοιμος]
- unpreparedness (syn ανετοιμότητα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανέτοιμος, επίθ.
-
- Που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος:
- (Έκθ. χρον. 743).
[μτγν. επίθ. ανέτοιμος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ανέτοιμος -η -ο [anétimos] Ε5 : 1.που δεν είναι έτοιμος, απροετοίμαστος: Ο χειμώνας ήρθε ξαφνικά και μας βρήκε ανέτοιμους. 2. που δεν τέλειωσε, δεν ολοκληρώθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀνέτοιμος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανέτοιμος, -η, -ο [anétimos] (L)
- unready, unprepared (syn ανετοίμαστος, ατοίμαστος, ant έτοιμος):
- η επίθεση δεν βρήκε τις ελληνικές δυνάμεις ανέτοιμες (Terzakis) |
- είμαστε εντελώς ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουμε το μέλλον (Theotokas) |
- υπάρχει ο έτοιμος, υπάρχει και ο ~ θεατής (Panagiotop) |
- ο κοσμοπολιτισμός φυτρωμένος σ' έδαφος ανέτοιμο να τους δεχτεί δημιουργεί στενόχωρες τραγελαφικότητες (Karagatsis) |
- θα χρειαστεί να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και είναι ανέτοιμοι για τέτοιο έργο (ChZalokostas) |
- παρουσιάζουν το νου ανέτοιμο να αποφανθεί (Tatakis) |
- ~ για τόσο φως ο δάσκαλος θαμπώθηκε (Palaiologos) |
- ανεύθυνοι, ανέτοιμοι και σε απόσταση από τα πράγματα, κρίνουν τις πράξεις των άλλων (id.) |
- η X. αισθάνεται πως είναι ανέτοιμη να αναλάβει το ιερό έργο της ανατροφής των παιδιών (Thrylos) |
- εισερχόμαστε ανέτοιμοι σε ευρείς οικονομικούς και πολιτικούς χώρους (Angelop) |
- έπρεπε να τους αντιμετωπίσουν ανέτοιμοι, έστω, αλλά σαν άντρες (Melas) |
- poem κι ανέτοιμους, πού πια καιρός, μας συνεπαίρνει (Kavafis) |
- τ' άσπρο μήνυμα των γλάρων | με βρήκε ανέτοιμο | για το μεγάλο ταξίδι (DDimitriadis)
[fr AG ἀνέτοιμος; cpd of pref ἀν- & AG ἔτοιμος]
- unready, unprepared (syn ανετοίμαστος, ατοίμαστος, ant έτοιμος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- ανετοιμότητα [anetimótita] η, (L)
- unreadiness, unpreparedness (syn το ανέτοιμο, ant ετοιμότητα):
- αιτία της αποτυχίας του ήταν η ανετοιμότητά του |
- η ~ του αντιπάλου τού χάρισε τη νίκη |
- το χάσμα μεταξύ της λυρικής του φωνής και της ανετοιμότητας του λαού να τη δεχτεί έχει ματαιώσει την πνευματική του επιρροή (Chourmouzios)
[fr kath (neol]
- unreadiness, unpreparedness (syn το ανέτοιμο, ant ετοιμότητα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ανετολή η,
- βλ. ανατολή.
[Λεξικό Κριαρά]
- άνετος, επίθ.
-
- 1) Aναπαυτικός, ήσυχος, ατάραχος:
- ανετότατον … ύπνον (Kαλλίμ. 2121).
- 2) Που δεν παρέχει εμπόδια, εύκολος:
- (Γλυκά, Aναγ. 209).
- 3) Που δε δεσμεύεται, δεν εμποδίζεται, ελεύθερος:
- (Iερακοσ. 4997).
[αρχ. επίθ. άνετος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aναπαυτικός, ήσυχος, ατάραχος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άνετος -η -ο [ánetos] Ε5 : 1.που προσφέρει άνεση: Άνετο σπίτι. Άνετη κατοικία, ευρύχωρη, που επιτρέπει ελευθερία κινήσεων. || Άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό ή επίσημο. || Άνετη στάση, ξεκούραστη. 2. που γίνεται με άνεση: Άνετη δουλειά, χωρίς κούραση. Άνετο ταξίδι, ευχάριστο, χωρίς ταλαιπωρία. Άνετη νίκη, εύκολη: Ο Ολυμπιακός πέτυχε άνετη νίκη επί του αντιπάλου. Άνετη ζωή, χωρίς οικονομικά κυρίως προβλήματα. 3. (για συμπεριφορά): Είναι ~ τύπος, ευχάριστος. Άνετοι τρόποι, ευχάριστη, οικεία συμπεριφορά: Kέρδισε τη συμπάθειά μας με τους άνετους τρόπους της.
άνετα* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἄνετος `χαλαρός΄ σημδ. γαλλ. aisé & αγγλ. comfortable]