Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άνεση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
άνεση η [ánesi] Ο33 : I1.(για χώρο) η ύπαρξη και η δυνατότητα χρησιμοποίησης μεγάλου χώρου· ευρυχωρία: H ~ χώρου επιτρέπει ελευθερία κινήσεων. Ένα σύγχρονο σπίτι πρέπει να έχει ~ χώρου. 2. (για χρόνο) η έλλειψη αυστηρών χρονικών περιορισμών: Έφαγα με την άνεσή μου. Mη βιάζεσαι, έλα με την άνεσή σου. Xρειάζομαι κάποια ~ χρόνου για να σκεφτώ καλύτερα. 3α. η ικανότητα, η δεξιότητα στην έκφραση, στη διατύπωση απόψεων, σκέψεων κτλ. (που είναι κυρ. αποτέλεσμα μόρφωσης, εξοικείωσης): Έχει μεγάλη ~ στην ομιλία του / στο γράψιμο. Ο συγγραφέας έχει αφηγηματική ~. β. έλλειψη περιορισμών, ελευθερία: Mη φοβάσαι, μίλα με ~. 4. (για κίνηση σε χώρο): Ο χώρος επιτρέπει μια ~ κινήσεων, ελευθερία. || (επέκτ.) εξοικείωση: Kινείται με ~ στα σαλόνια. 5. οικονομική δυνατότητα: Έχει / δεν έχει μεγάλη οικονομική ~. Zει με (μια) σχετική ~. 6. για συμπεριφορά που δεν παίρνει υπόψη κοινωνικούς περιορισμούς: Φορώντας μια πολύ κοντή φούστα κάθισε με ~ σταυροπόδι. Έβριζε με ~ τους πάντες. II1. (πληθ.) τα (τεχνικά κυρ.) μέσα που εξασφαλίζουν οικονομία χρόνου και κόπου· κομφόρ: Σπίτι με σύγχρονες ανέσεις. 2. το ευχάριστο συναίσθημα που δημιουργείται από την εξοικονόμηση κόπου και χρόνου: Είναι μεγάλη ~ να ΄χεις ένα πλυντήριο πιάτων.

[λόγ. < αρχ. ἄνε(σις) `χαλάρωση΄ -ση, σημδ.: Ι: γαλλ. aise, aisance· ΙΙ: αγγλ. comfort (ή μέσω του γαλλ. confort)]

[Λεξικό Γεωργακά]
άνεση [ánesi] η, gen sg άνεσης & L ανέσεως, pl ανέσεις
  • ① relaxation, repose, rest (syn ανάπαυση, ανακούφιση, ξεκούραση, ηρεμία):
    • οι Σουηδοί κατόρθωσαν να προσφέρουν την ~ στο σύνολο της κοινωνίας τους (Theotokas) |
    • ο επισκέπτης αισθάνεται μια ~, μια ζέστη, μια ατμόσφαιρα φιλίας και εμπιστοσύνης (id.) |
    • εξασφάλισε την ψυχική ~ και την πνευματική ισορροπία (Panagiotop) |
    • τάξη θα πει φως και γαλήνη, ψυχολογική ~ και αυτοκυριαρχία (Vrettakos) |
    • υπάρχουν περιποιημένα ξενοδοχεία που προσφέρουν ~ (Thrylos) |
    • αναζητά μια ώρα άνεσης μπροστά στο γραφείο (Dimaras) |
    • poem δόσμου κι εμένα ~, Παναγιά μου, | πριν απέλθω και πλέον δεν θα υπάρχω (Papadiam) |
    • .. μια σιγουριά και μια ~ στις πόλεις που 'χες βρει (ZOikonomou)
  • ② ease, leisure, comfort (syn ευκολία, ησυχία, χουζούρι):
    • έχω ~ και χαρά |
    • κινείται με ~ |
    • οικονομική ~ |
    • το σπίτι έχει γούστο, ~ κι αρχοντιά (Venezis) |
    • το φέρσιμό του είχε ~ (Ouranis) |
    • ~ χρόνου, χώρου plenty of time, of room |
    • έπρεπε να του δώσει ~ χρονική να σηκώσει κεφάλι (Kazantz) |
    • με ~ γράφει σελίδες αληθινά λογοτεχνικές (Charis) |
    • ευγενής είναι εκείνος που νοιώθει ~ απέναντι σ' όλους (Vrettakos) |
    • η οικονομία είναι μητέρα της τιμιότητας, της ανεξαρτησίας, της άνεσης (id.) |
    • είχε αφοσιωθεί με περισσότερη ~ στην εργασία του (Nirvanas) |
    • του λείπει η ευχέρεια και η ~ όσο κι αν του περισσεύουν οι ιδέες (Chatzinis) |
    • με μεγάλη ~ κέρδισε το ολλανδικό πρωτάθλημα |
    • phr με την άνεσή μου at my leisure |
    • theat, phr παίζει με ~ his acting is natural (syn με φυσικότητα)
  • ⓐ pl ανέσεις οι, comforts, conveniences, amenities (syn ευκολίες):
    • ανέσεις κατοικίας housing conveniences |
    • τα ξενοδοχεία διαθέτουν ανέσεις |
    • έλλειψη ανέσεων |
    • ανέσεις της ζωής the amenities of life |
    • τους έδωσε υψηλούς μισθούς και ανέσεις διαμονής |
    • ο αστικός κόσμος γνώρισε ανέσεις και πολυτέλεια |
    • ορισμένες στοιχειώδεις ανέσεις αποτελούν προϋπόθεση της ευτυχίας |
    • έλειπαν οι ανέσεις που κάνουν ευχάριστη την καθημερινή ζωή |
    • μικρές πολιτείες αντίγραφα κατά τις ανέσεις των μεγάλων πολιτειών (Panagiotop)

[fr MG άνεση bes άνεσις ← AG ἄνεσις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες