Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άναυδος -η -ο [ánavδos] Ε5 : (για πρόσ.) που εξαιτίας της επιδράσεως ενός έντονου συναισθήματος δεν μπορεί προσωρινά να μιλήσει· άφωνος, άλαλος: Έμεινε ~ από έκπληξη / απορία / φόβο. Tο θράσος του με άφησε άναυδο.
[λόγ. < αρχ. ἄναυδος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άναυδος, -η, -ο [ánav∂os] (L)
- speechless, dumb struck, dumbfounded, mute, abashed, confused (syn άφωνος, άλαλος, βουβός, εμβρόντητος, αποσβολωμένος):
- έμεινε ~ he was struck speechless (syn έχασε τη μιλιά του) |
- η απάντησή του με άφησε άναυδο |
- τον κοίταζε άναυδη, κατακόκκινη, με μάτια έτοιμα να δακρύσουν (Xenop) |
- άναυδοι και με δέος οι άνθρωποι του λιμανιού κοιτούσαν το πλοίο μας (TStephanidis) |
- ο σοφιστής με τον έντεχνο λόγο του θέλει .. να καταβάλει, να γονατίσει τον άναυδο ακροατή του (Theodorakop) |
- (οι αρχαίοι Έλληνες) λύτρωσαν το πνεύμα, το έκαναν ικανό να κρίνει .. ν' αυτοελέγχεται, να μη σταματάει άναυδο μπροστά στις αυθεντίες (Terzakis)
[fr kath άναυδος ← K (pap, 2nd-3rd c.) ← AG ἀναυδος]
- speechless, dumb struck, dumbfounded, mute, abashed, confused (syn άφωνος, άλαλος, βουβός, εμβρόντητος, αποσβολωμένος):