Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άναρθρος, επίθ.
-
- Aσυνάρτητος:
- λέγειν όλως άναρθρα (Γλυκά, Στ. 48).
[αρχ. επίθ. άναρθρος. H λ. και σήμ.]
- Aσυνάρτητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άναρθρος 1 -η -ο [ánarθros] Ε5 : α.που δεν αποτελείται από φθόγγους ή λέξεις. ANT έναρθρος 1: Άναρθρη κραυγή. β. (βοτ., ζωολ.) ανάρθρωτος.
[λόγ.: β: αρχ. ἄναρθρος· α: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άναρθρος 2 -η -ο : (γραμμ.) για λέξη που κατά την εκφορά της στο λόγο δε συνοδεύεται από (οριστικό) άρθρο. ANT έναρθρος 2: Άναρθρη λέξη. Άναρθρο απαρέμφατο. Άναρθρη μετοχή.
άναρθρα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἄναρθρος (αρχ. σημ. δες άναρθρος 1]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άναρθρος, -η, -ο [ánarθros] (L)
- ① not articulated, inarticulate (of cry, sound, lamenting etc) (ant αρθρωμένος):
- ~ ήχος |
- άναρθρη κραυγή, usu άναρθρες κραυγές |
- έβγαζε άναρθρες κραυγές κάτι σαν γάβγισμα |
- άναρθρη κραυγή τρόμου, θανάτου |
- άναρθρες κραυγές αγαλλίασης |
- βελάζω και βγάζω άναρθρες κραυγές στις στιγμές της επιληψίας μου (FKondylis) |
- ~ γρυλισμός |
- ένα άναρθρο ούρλιασμα που έγινε κραυγή (TAthanasiadis) |
- ένα άναρθρο μουγγρητό .. τον πάγωσε |
- ~ θρήνος ακολούθησε τα λιγοστά λόγια (Karagatsis) |
- μοιρολόι άναρθρο, ικεσία στο θεό (Venezis) |
- άναρθρo ξεφωνητό |
- άναρθρες διαμαρτυρίες |
- ομιλίες σαν ένα άναρθρο μουρμουρητό (Theotokas) |
- άναρθρoι αναστεναγμοί
- ⓐ inarticulate (of human sound, voice etc) (ant αρθρωμένος):
- οι άναρθροι φθόγγοι |
- δεν υπάρχει μετάβαση από τους άναρθρους φθόγγους των ζώων προς τη γλώσσα των ανθρώπων (Theodorakop) |
- poem οι άναρθροι φθόγγοι του μωρού, η μουσική γλώσσα του λίκνου! (Xydis) |
- ~ λόγος (ant έναρθρος λόγος) |
- και ήταν ο ξερός αυτός χτύπος σαν ~ μονόλογος σε σκηνή αδειανού θεάτρου (Terzakis) |
- άναρθρες φωνές |
- αγκαλιάζει το σωριασμένο κορμί με φράσεις άναρθρες (TAthanasiadis) |
- το άναρθρο ιδίωμα των Mπουκανκάλα (of a small tribe in the jungle of Ubata in Africa) (Evelpidis)
- ② gramm without (an) article (ant έναρθρος):
- άναρθρο όνομα, ουσιαστικό, επίθετο, απαρέμφατο |
- άναρθρη μετοχή
[fr kath άναρθρος ← MG ← K, AG ἄναρθρος]
- ① not articulated, inarticulate (of cry, sound, lamenting etc) (ant αρθρωμένος):