Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άναμμα το [ánama] Ο49 : η ενέργεια του ανάβω. 1. ANT σβήσιμο. α. η δημιουργία φλόγας σε ένα εύφλεκτο συνήθ. υλικό: Tο ~ της φωτιάς / των ξύλων. Tο ~ του κεριού / της λάμπας του πετρελαίου. β. το να βάζει κάποιος σε λειτουργία μια συσκευή ή ένα μηχανισμό: Tο ~ του θερμοσίφωνα / της ηλεκτρικής κουζίνας / της μηχανής του αυτοκινήτου / της τηλεόρασης. 2α. υπερθέρμανση: Tο ~ της μηχανής / του τουφεκιού. β. αλλοίωση που υφίσταται κάποια φυτική ή ζωική ουσία, όταν εκτεθεί σε υπερβολική θερμότητα: Tο ~ του σιταριού / του τυριού. 3. (οικ.) αίσθημα υπερβολικής θερμότητας: Aισθάνομαι / έχω ένα ~. 4. (μτφ.) η ένταση που αποκτά κτ.: Mε το ~ της συζήτησης / του καβγά, σηκώθηκα κι έφυγα.
[ελνστ. ἄναμμα `κτ. αναμμένο, μάζα φωτιάς΄, κατά την εξέλ. της σημ. του επιθήματος -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άναμμα [ánama] το,
- ① act or result of lighting (syn ανάφλεξη, ant σβήσιμο):
- ~ εκρηκτικής ύλης firing |
- ~ καυσίμου inflammation |
- ~ της λάμπας |
- ~ ηλεκτρικού switching on, turning on |
- ~ μηχανής, μοτέρ ignition |
- ~ του προβολέα |
- το ~ (των τζαμιών) στο ηλιοβασίλεμα .. το παραμυθένιο που έδινεν η διαφάνειά τους στα μέσα αντικείμενα αναστάτωσαν τη M. (Papantoniou) |
- poem .. και με δίχως | καθόλου ν' ακουστεί, σαν ήσκιος πάλι | ξανοίχτηκε με τ' ~ της πούλιας (Vrettakos)
- ⓐ fig excitement, inflammation, irritation (syn έξαψη, ξάναμμα):
- ~ του καβγά, του πυρετού |
- τα συμπτώματα του θυμού |
- ταχυκαρδία, ~ του προσώπου κλ (Katsigra) |
- ξαφνιάζει το παράξενο παρουσιαστικό του κλέφτικου τραγουδιού, η απροσποίητη αυτή κραυγή χαράς του ανθρώπου στο ~ και στο φούντωμα της ψυχής του (Apostolakis) |
- η ψυχή του καταλάγιασε από το πρώτο της ~ (Prevelakis)
- ② rotting, rot, decomposition (of wood, foodstuffs etc) (syn σήψη, σάπισμα, αλλοίωση, αποσύνθεση):
- ~ του ξύλου |
- ~ του σιταριού, του τυριού (Dimitrakos)
- ③ tinder, kindling (syn προσάναμμα):
- με βρεμένα ανάμματα δεν ανάβεται φωτιά (Dimitrakos)
[fr LMG (Somavera) άναμμα ← K, AG ἄναμμα]
- ① act or result of lighting (syn ανάφλεξη, ant σβήσιμο):