Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμφιο το [ámfio] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : η ιδιαίτερη στολή που φορούν οι κληρικοί κατά την τέλεση ιερών ακολουθιών: Tα ιερά άμφια. Tο ~ του διακόνου / του πρεσβυτέρου / του επισκόπου.
[λόγ. < ελνστ. ἄμφιον (αρχ. ἀμφίον) `ντύσιμο΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμφιο [ámfio] το, usu pl άμφια τα, (L)
- ① eccl sacerdotal or liturgical vestments, robing (of clergy) w. accessories:
- ιερείς με άμφια |
- ιερά άμφια |
- ιερατικά άμφια |
- τ' άμφια των παπάδων |
- αρχιερατικά άμφια pontificals |
- άμφια ιερέων και αρχιερέων ρωσικής κατασκευής περίφημα (Varelas) |
- άσπρα άμφια |
- άμφια χρυσά, ολόχρυσα άμφια, χρυσοκέντητα άμφια, e.g. παπάδες με τα χρυσά τους άμφια, ο αρχιεπίσκοπος με τα ολόχρυσα άμφια, τα χρυσά άμφια του Δεσπότη |
- πίστευσέ με, μα ταύτα τα άμφια οπού φορώ! (Petsalis) |
- εκείνος ντυμένος τα άμφια και τα διακριτικά του βαθμού του είχε στα δάχτυλα το σημείο της ευλογίας (Plaskovitis) |
- poem νυμφίος στολισμένος καλλίγραμμα άμφια | ιερά, τόσο σιμά | στου Kυρίου την είσοδο κλ (Doukaris) |
- (οι ιερείς) λαμπρότατοι μέσ' των αμφίων τον στολισμό (Kavafis) |
- και τέλος για σαντίσιμο η καρδιά μου | καθαρμένη και αγνή και λευκή τόσο, | σαν περιστέρι ιστορημένο σε βελούδο | αμφίου για Δεσπότη την πεντηκοστή (Papatsonis)
- ⓐ ~, vestment of a king:
- ανάμεσα στους θησαυρούς της μονής Iβήρων προβάλλει ο ολόχρυσος σάκκος, το βασιλικό ~ που φόρεσε, καθώς λένε, ο Iωάννης Tσιμισκής (Theotokas)
- ② ~, covering, altar cloth, or wrapper of holy utensils, objects etc:
- ~ ιερατικό pallium |
- δεν ξέρω ντύσιμο παλιού ευαγγέλιου ούτε πολύτιμο ~ με τόση λαμπρότητα (Ouranis)
- ③ sg or pl, fig enveloping presence, robe:
- το κορμί μου είναι ντυμένο κατάσαρκα με το χρυσό ~ του ήλιου (Myriv) |
- με τυλίγει το ~ της νύχτας (id.) |
- ο Θεός της αγάπης, ο Θεός του αλόγου, κάποιαν ώραν ενεδύθη τα άμφια του λόγου και με αυτά ενδεδυμένος μετουσιώθηκε σε εγκόσμια δύναμη και κατάκτησε τον κόσμο (Tsatsos) |
- poem γιατί με τα ιερά της δύσης, | με τ' άμφια τ' άγια της αυγής, | τη δυστυχία μου να στολίσης - | όλη τη δυστυχία της γης; (Malakasis)
[fr MG άμφιον, pl άμφια ← K, PatrG άμφιον ← AG άμφιον - άμφια (not to be accented αμφίον - αμφία); άμφιον (syn αμφιέσμα; cf περιβολή, περιβόλαιον, περιβολάδιον fr περιβάλλω 'clothe') shortened fr αμφίεσμα (αμφιέζω as var. lect.) and αμφίασμα (αμφιάζ]
- ① eccl sacerdotal or liturgical vestments, robing (of clergy) w. accessories:
[Λεξικό Κριαρά]
- άμφιο(ν) το.
-
- (Εκκλ.) τα επίσημα ενδύματα των ιερέων κατά την τέλεση των διαφόρων ακολουθιών και της θείας λειτουργίας:
- (Παϊσ., Iστ. Σινά 677).
[αρχ. ουσ. άμφιον (DGE). H λ. (‑ο) και σήμ.]
- (Εκκλ.) τα επίσημα ενδύματα των ιερέων κατά την τέλεση των διαφόρων ακολουθιών και της θείας λειτουργίας: