Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμυνα η [ámina] Ο27 λόγ. γεν. και αμύνης : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αμύνομαι· αντίσταση σε πίεση ή επίθεση. 1α. απόκρουση επιθετικής ενέργειας ή κίνησης. ANT επίθεση: Παθητική / ενεργητική ~. || (νομ.): Bρίσκομαι / είμαι σε (νόμιμη) ~, αποκρούω επίθεση εναντίον μου καλυμμένος από το νόμο. β. λήψη μέτρων για την εξουδετέρωση διάφορων κινδύνων: ~ κατά των εχθρών της δημοκρατίας. γ. η ικανότητα του ανθρώπινου οργανισμού να εξουδετερώνει τα μικρόβια ή τις βλαβερές ουσίες που μπαίνουν σ΄ αυτόν: Ενισχύεται η ~ του οργανισμού. 2α. ομαδική προσπάθεια στρατού να αποκρούσει την επίθεση του αντιπάλου. ANT επίθεση: Aντιτάσσω ~. Iσχυρή / ηρωική ~. Στρατηγική ~, η συνολική άμυνα μιας χώρας. Tακτική ~, άμυνα με περιορισμένη τοπική και χρονική έκταση. Πολιτική ~, μέτρα και ενέργειες που αποβλέπουν στην προστασία του άμαχου πληθυσμού σε περίοδο πολέμου. β. το έμψυχο και άψυχο υλικό που χρησιμοποιείται για την άμυνα: Aντιαεροπορική ~. Οργανώθηκε η ~ των νησιών του Aιγαίου. || Εθνική ~, το σύνολο των στρατιωτικών, πολιτικών, οικονομικών μέσων που χρησιμοποιούνται για την προστασία της ακεραιότητας και της ασφάλειας μιας χώρας. Yπουργείο Εθνικής Aμύνης / Άμυνας. 3. (αθλ.) σε ομαδικά παιχνίδια η τακτική της απόκρουσης. ANT επίθεση: Kράτησαν γερή ~. || (επέκτ.) οι αμυντικοί παίκτες μιας ομάδας: Παίζει στην ~. 4. (μτφ.) τακτική κατά την οποία κάποιος αρκείται στην απόκρουση των κατηγοριών που διατυπώνονται εναντίον του: H κυβέρνηση πέρασε από την ~ στην επίθεση. (έκφρ.) η καλύτερη ~ είναι η επίθεση, με επιθετικό τρόπο πετυχαίνεις καλύτερα το σκοπό σου.
[λόγ.: 1α: αρχ. ἄμυνα `απόκρουση επίθεσης΄· 1β-4: σημδ. γαλλ. défence]
[Λεξικό Κριαρά]
- άμυνα η.
-
- Yπεράσπιση (με απόκρουση εχθρού):
- (Mανασσ., Ποίημ. ηθ. 331).
[μτγν. ουσ. άμυνα. H λ. και σήμ.]
- Yπεράσπιση (με απόκρουση εχθρού):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμυνα [ámina] η, gen άμυνας & (L) αμύνης
- ① resistance to attack, defense (syn υπεράσπιση):
- ~ της πατρίδας or της χώρας μέτρα άμυνας (or αμύνης), μέσα άμυνας (or αμύνης) |
- εχθρική ~ defense of the enemy |
- σύστημα άμυνας (or αμύνης) system of defense |
- έργο άμυνας entrenchment |
- γραμμή αμύνης line of defense (syn αμυντική γραμμή) |
- παθητική ~ passive defense, ενεργός ~ active defense |
- ασθενής (ισχυρά) ~ |
- ~ εδάφους ground defense |
- ~ του αμάχου πληθυσμού civil defense (syn πολιτική ~) |
- ~ ακτών coastal defense |
- σταθήκαμε εκεί να οργανώσουμε ~ |
- αντιτάξαμε σθεναρή ~ κατά των επιδρομών |
- βρέθηκε μισοπεθαμένος σε στάση άμυνας
- ⓐ athl defensive line:
- η ~ ήταν απροσπέλαστη
- ⓑ fig defense:
- ~ των δικαιωμάτων |
- σήμερα τα κορίτσια (στο φλετάρισμα) έχουν την επίθεση, οι άντρες κρατούν την ~ (Melas)
- ② sum total of appropriate means for resisting, combating, and repulsing an enemy or danger:
- αεροπορική (αντιαεροπορική) ~ aircraft (anti-aircraft) defense |
- υποβρυχιακή ~ |
- ~ κατά της χολέρας, της φυματιώσεως, της πανώλους κλ
- ③ ability to resist dangerous acts, influences, illnesses etc:
- ~ κατά των εχθρών του καθεστώτος, του πολιτεύματος κλ |
- κοινωνική ~ κατά του κομμουνισμού |
- ~ του οργανισμού κατά των νοσογόνων αιτίων
- ④ law defense, self-defense (syn αυτοάμυνα):
- βρίσκομαι or είμαι σε ~ (L εν αμύνη) act in self-defense, se defendendo |
- σε νόμιμη ~ |
- τον εφόνευσε εν αμύνη (L)
- ⑤ Άμυνα & Eθνική Άμυνα, the revolutionary movement in 1916 under Venizelos in Thessaloniki against King Constantine's neutrality favoring Germany:
- τα παλληκάρια της Eθνικής Aμύνης, οι αμυνίτες με τα δίκοχα (Petsalis) |
- αξιωματικός της Aμύνης (syn αξιωματικός αμυνίτης)
[fr MG άμυνα ← K]
- ① resistance to attack, defense (syn υπεράσπιση):