Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- άμυαλος, επίθ.
-
- Που δεν έχει «μυαλό», απερίσκεπτος, ανόητος:
- (Πιστ. βοσκ. III 1, 70).
[<στερ. α‑ + ουσ. μυαλό· άσχ. το παλαιότ. επίθ. αμύαλος <αρχ. αμύελος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει «μυαλό», απερίσκεπτος, ανόητος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άμυαλος -η -ο [ámnalos] Ε5 : που δεν είναι μυαλωμένος, που δεν έχει φρόνηση, σύνεση· επιπόλαιος, απερίσκεπτος. ANT συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος: ~ άνθρωπος. Άμυαλο παιδί.
[α- 1 μυαλ(ός) -ος (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀμύελος `χωρίς μεδούλι΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμυαλος1 [ámjalos] ο,
- ① scatterbrain, addlepate, madcap, fool (syn κουφιοκεφαλάκης, ant ο μυαλωμένος):
- poem ω θρίαμβοι για το μηδέν και για το κάτι μύρια | ξεφωνητά των άμυαλων, των όχλων πανηγύρια (Palam)
- ② careless person (syn ο απερίσκεπτος, ο επιπόλαιος):
- ένας ~ το είπε
[substantiv. m of άμυαλος2]
- ① scatterbrain, addlepate, madcap, fool (syn κουφιοκεφαλάκης, ant ο μυαλωμένος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμυαλος2, -η, -ο [ámjalos]
- ① brainless, mindless, addlepated, scatterbrained, foolish (syn αλαφρός, αλαφρόμυαλος 1, ανόητος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος, κοκορόμυαλος, κουτός, κουφιοκέφαλος, μωρός, ant γνωστικός, μυαλωμένος, συνετός):
- άμυαλο κεφάλι |
- γεννημένος ~ |
- ~ κόσμος, άμυαλα νιάτα |
- ~ άνθρωπος, e.g. άμυαλου ανθρώπου τούτη η γνώμη (Karouzos) |
- οι άμυαλοι κι ανίδεοι εκείνοι άνθρωποι (Bastias) |
- άμυαλοι νέοι, άμυαλο παιδί |
- ο ~ γιος είναι η στενοχώρια της μάνας (Vrettakos) |
- άμυαλη γυναίκα birdbrained woman (syn η άμυαλη) |
- άμυαλη κοπέλα |
- πώς καταντούντ' άμυαλα κορίτσια! (Xenop) |
- έβρισε την κόρη της άμυαλη (id.) |
- ήτανε ~ ο συχωρεμένος και ας ήξερε πολλά γράμματα (Nakou) |
- ο Pοΐδης πρώτος μέσα στους άμυαλους διανοητικούς κύκλους της Aθήνας πρόφερε τ' όνομα του Σολωμού καθώς του αξίζει (Palam) |
- με το δίκιο χαρακτηρίζεται ως ~ (Katsigra) |
- rembetiko γιατί το δρόμο σου ν' αλλάζης | για δυο στολίδια, άμυαλη, τρελή (IPetrop) |
- poem άμυαλη, εσύ, που δεν μπορείς τη μοίρα ν' αποφύγης (Palam) |
- ζυγώνει αργά τον άμυαλο αδερφό, τη χιούτη του χαδεύει (Kazantz Od 20.254) |
- τι εσύ δεν ήσουν ασυλλόγιστος μηδέ ~ ποτέ σου (Homer Il 23.603 Kaz-Kakr)
- ② fig brainless, unthinking, thoughtless, madcap, unwise, frivolous (syn άκριτος, αλαφρός, ασυλλόγιστος, τρελός):
- άμυαλη διπλωματία madcap diplomacy |
- folkt η βασιλοπούλα κατάλαβε πως της πρέπανε οι κατηγορίες κ' η άμυαλη περηφάνεια της έπεσε λίγο |
- ο ~ αντίλαλος των εφημερίδων, μόλις ξεχνούσε την πολιτική, ξεχνούσε και τον εαυτό της, θαρρείς (Palam) |
- το καράβι άρχισε να γυρίζη σαν άμυαλο στη θάλασσα (Karkavitsas) |
- δώσε μορφή και νόημα στην άμορφη, άμυαλη απεραντοσύνη (Kazantz) |
- rembetiko τώρα πληρώνω ακριβά την άμυαλη ζωή μου (IPetrop) |
- poem ... την άμυαλή μου γνώση | κάθ' ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει (Kavafis) |
- άιντε, συντρόφοι, να ξηλώσουμε την άμυαλη πλωτή μας (Kazantz Od 9.115) |
- μονάχα αρμήνευέ τους τ' άμυαλα φερσίματα να πάψουν (Homer Od 16.278 Kaz-Kakr)
[fr MG άμυαλος (also Somavera, 1709), perh a new cpd of α-priv & μυαλό; cf K αμύαλος, cpd w. μυαλός (αμύαλος in Pontic speech of Kerasounda etc) bes AG (Aristotle) & MG (Eustathius) αμύελος w. form μυελός (Homer +); cf πολυμύελος Hippocr.]
- ① brainless, mindless, addlepated, scatterbrained, foolish (syn αλαφρός, αλαφρόμυαλος 1, ανόητος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος, κοκορόμυαλος, κουτός, κουφιοκέφαλος, μωρός, ant γνωστικός, μυαλωμένος, συνετός):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμυαλοσύνη η [amnalosíni] Ο30α : (προφ.) η ιδιότητα του άμυαλου· αμυαλιά.
[άμυαλ(ος) -οσύνη]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμυαλοσύνη [amjalosíni] η,
- brainlessness (syn in αμυαλιά 1):
- και γελούνε σα να 'τανε εκείνοι που εξορίσανε για την αμυαλοσύνην των αρχώνε, που νομίζουνε ότι, αν εξορίσουνε τους αρχηγούς, θα ησυχάσουνε (Ioannou, Karangiozis)
[der of άμυαλος2 w. suff -σύνη]
- brainlessness (syn in αμυαλιά 1):