Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμυαλα [ámjala] adv
- without thinking, mindlessly, lightheadedly, foolishly (syn άκριτα, ανόητα, απερίσκεπτα, αστόχαστα, ασύνετα, επιπόλαια, ant γνωστικά, μυαλωμένα, συνετά):
- αρχίσετε να γκρεμίζετε ό,τι εκτίσατε τόσο ~! (Melas) |
- poem με σένα πρώτα, Aτρείδη, έτσι ~ που κρένεις, θα τα βάλω (Homer Il 9.32 Kaz-Kakr) |
- ~ σπρώχνουμε τα γρήγορα φαριά μέσ' το χαντάκι (ib 12.62)
[der of άμυαλος2]
- without thinking, mindlessly, lightheadedly, foolishly (syn άκριτα, ανόητα, απερίσκεπτα, αστόχαστα, ασύνετα, επιπόλαια, ant γνωστικά, μυαλωμένα, συνετά):