Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμπαρο [ámbaro] το,
- ambergris (syn άμπαρη):
- και τι να πρωτομυρίσεις ... μόσχος και ~ και μπεντζουβί και μπεργαμόντο κλ (Petsalis)
[fr MG το άμπαρ; s. άμπαρη; cf also the MG term αμπαρομόσχος for a liquid fragrance]
- ambergris (syn άμπαρη):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαρόβουρτσα [ambaróvurtsa] η,
- coir broom
[cpd w. βούρτσα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αμπαρόμοσχος ο.
-
- Mίγμα άμπαρης και μόσχου:
- αμπαρόμοσχος ο καλός, το μήλον παραδείσου (Aχιλλ. N 1586).
[<ουσ. άμπαρ + μόσχος]
- Mίγμα άμπαρης και μόσχου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαρόπορτα [ambaróporta] η,
- door of a bin or storeroom:
- poem Θε μου, | η ~ κλειστή (ChSamouilidis)
[cpd w. πόρτα]
- door of a bin or storeroom:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αμπαρόριζα η [ambaróriza] & αρμπαρόριζα η [arbaróriza] Ο27 : φυτό με αρωματικά φύλλα τα οποία χρησιμοποιούνται στη μαγειρική ως μυρωδικό και των οποίων το αφέψημα διευκολύνει την πέψη.
[αρμπα-: ιταλ. *albarosa παρετυμ. ρίζα και τροπή [l > r] πριν από [b] · αμπα-: < αρμπαρόριζα με ανομ. αποβ. του πρώτου από τα τρία [r] ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαρόριζα s. αμπαρόριζα.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αμπαρόχρωμα [ambaróxroma] το,
- hold paint
[cpd w. χρώμα]