Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- άμοχθος, -η, -ο [ámoxθos] (& άμοχτος)
- done without (much) toil, effortless, easy (syn in αμόχθητος):
- άμοχθη δουλειά (syn αμόχθητη δουλειά) |
- επιμένει στην εξωσχολική αυτή άμοχθη και αυτόματη αγωγή του ανθρώπου με τις καθημερινές άμεσες εντυπώσεις από τις διάχυτες αξίες του πολιτισμού (Despotop)
[fr AG ἄμοχθος]
- done without (much) toil, effortless, easy (syn in αμόχθητος):